Π.Λ.-Ρ.: Καθόλη την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας μετά τη δεκαετία του 80, το τραπεζικό σύστημα μπόρεσε να επιβάλει την ισχύ του, την ανεξαρτησία και την κερδοφορία του.  Τούτο, τη στιγμή που ο παραγωγικός τομέας χαρακτηριζόταν από μια βαθιά κρίση και μια σχετική συρρίκνωση του δυναμικού του, ενώ ταυτόχρονα συνέτρεχε η υπερχρέωση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Μπορούμε να πούμε οτι κατά την περίοδο αυτή, μετά τη δεκαετία του 80 ως την πρώτη δεκαετία του 2000, διαμορφώθηκε ένα μοντέλο οικονομικής πολιτικής  που δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στη βαθιά κρίση του 2009;

Γ.Σ.: Ήταν αναπόφευκτο η ελληνική οικονομία να οδηγηθεί σε αυτή την κατάσταση κρίσης. Το μακροχρόνιο παραγωγικό έλλειμμα της χώρας, όπως αυτό απεικονίζεται από τη διαχρονική εξέλιξη του ελλειμματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας, σε συνδυασμό με την τεράστια  δημοσιονομική εκτροπή, δηλαδή την συνεχή αύξηση των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού και του συνεπακόλουθου δημοσίου χρέους, μαζί με την υπερχρέωση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων οδήγησαν σε αυτή την τεράστια κρίση. Ήταν το αποτέλεσμα των επιλογών της οικονομικής πολιτικής πολλών  κυβερνήσεων και ενός μοντέλου που αναπαρήγαγε την υστέρηση της ελληνικής οικονομίας.

Μη μας  διαφεύγει ότι αυτό που συνέβη στην Ελλάδα ήταν επίσης απότοκο των διεργασιών που είχαν συντελεστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δηλαδή  σημαντικών παραγωγικών ανακατατάξεων και αναπροσανατολισμού από τον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής προς τον τομέα των υπηρεσιών και της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης. Έτσι, μέσα από αυτές τις διεργασίες αποτυπώθηκε η μετακίνηση του κέντρου πολιτικής προς τον τομέα των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών.

Μπορεί στην Ευρώπη το βιομηχανικό κεφάλαιο να παρέδωσε τα σκήπτρα του στο τραπεζικό κεφάλαιο και να επικράτησε ο χρηματοοικονομικός καπιταλισμός, στην Ελλάδα όμως ακόμα και αυτός ο βιομηχανικός καπιταλισμός ήταν λανθάνων, αφού μεταπολεμικά είχε ξεκινήσει η «παρασιτική» και «κρατικοδίαιτη» εκδοχή του.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η μονοδιάστατη Νομισματική Ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ευνοήθηκε  σημαντικά από την εφαρμογή των συντηρητικών κριτηρίων του Μάαστριχτ της 10ετίας του ΄90, οδήγησε στην άσκηση μιας αυστηρής νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ με κυρίαρχο στόχο αποκλειστικά τον έλεγχο του πληθωρισμού, αγνοώντας κάθε αναπτυξιακή προοπτική.

Στην Ελλάδα του 2009, μετά από μια μακρά περίοδο εκρηκτικής πιστωτικής επέκτασης και έντονης  κερδοφορίας των τραπεζών, η έλλειψη πρόνοιας των τραπεζιτών, οι κακές πρακτικές και οι προκύψασες ισολογιστικές ανισορροπίες  είχαν ως αποτέλεσμα την συνεπαγόμενη κρίση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος που είναι μια διαφορετική εκδοχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Η συνεπαγόμενη κρίση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ευνόησε, σε επίπεδο πολιτικών επιλογών, τη διαμόρφωση στον τραπεζικό κλάδο συνθηκών ολιγοπωλίου, με κατάληξη στην επικυριαρχία δομών που προσομοιάζουν με καρτέλ. Μόνο το 2012, έκλεισαν 15 τράπεζες. Αυτή η μορφή αγοράς στην Ελλάδα δεν εμφανίζεται μόνο στον τραπεζικό κλάδο. Είναι μια σχεδόν γενικευμένη συνθήκη σε πάρα πολλούς υποκλάδους  της οικονομικής δραστηριότητας και κυρίως στο χώρο του εμπορίου και των δικτύων διανομής. Η ελληνική οικονομία σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό «καρτελοποιημένη».

Έτσι, η κρίση του 2009 ήταν αποτέλεσμα της συνύπαρξης των δομικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας με τις συνέπειες του χρηματοοικονομικού domino effect της παγκόσμιας κρίσης του 2008.

Οι μνημονιακές επιλογές, ακολουθώντας τις συνταγές της Τρόικας, οδήγησαν μέσω της «εσωτερικής υποτίμησης» στην «μεγάλη ύφεση» που βιώσαμε και όξυναν ακόμα περισσότερο τις επαχθείς συνθήκες αντιμετώπισης του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας.

Με ένα μίγμα ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής που επέβαλε η Τρόικα, η επιβληθείσα λιτότητα ευνόησε αποδεδειγμένα την κοινωνικά άδικη αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των πλουσίων στρωμάτων του πληθυσμού και αναπόφευκτα τη στήριξη του χωλαίνοντος τραπεζικού κεφαλαίου. Έτσι, δεν προωθούνταν η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας, ούτε θεραπεύονταν οι βασικές αιτίες της δημοσιονομικής και χρηματοοικονομικής κρίσης. Ήταν μέτρα πυροσβεστικού χαρακτήρα και όχι διαρθρωτικής αντιμετώπισης. Πολλά από τα μέτρα αναγνωρίστηκαν εκ των υστέρων ως εσφαλμένα. Όμως, τα περισσότερα εξυπηρέτησαν πολλά «κέντρα συμφερόντων» στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας.

Στη δημοσιονομική πολιτική κυριαρχούσε παραδοσιακά η λογική της πληρωμής μόνο των τόκων μέσω της έκδοσης νέων χρεογράφων παραγνωρίζοντας την απομείωση του δανειακού κεφαλαίου. Η εξυπηρέτηση των τρεχουσών δημοσιονομικών οφειλών συνεχιζόταν με αυτό τον τρόπο μέχρι το σημείο που, λόγω της ύφεσης, το Α.Ε.Π. άρχισε να μειώνεται. Ταυτόχρονα, το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα αδυνατούσε πλέον να εκτελέσει τον καθαρό διαμεσολαβητικό ρόλο του, δηλαδή τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.  Το «δημόσιο αγαθό» της τραπεζικής διαμεσολάβησης αδυνατούσε να επιτελέσει το σκοπό του. Έτσι, μετά την υπέρμετρη πιστωτική επέκταση της προηγούμενης περιόδου, ήλθαν οι καθυστερήσεις και η αθέτηση αποπληρωμής από τους δανεισθέντες. Ήλθαν οι επισφάλειες και τα κόκκινα δάνεια, και μετα την περίοδο της ευφορίας καταγράφηκαν οι έντονα ζημιογόνες χρήσεις των τραπεζών, η ανάλωση των ιδίων κεφαλαίων τους και η μείωση των εποπτικών κεφαλαίων τους σύμφωνα με τα εκάστοτε πρότυπα της Βασιλείας. Οι ισολογιστικές ανισορροπίες των τραπεζών αποκάλυπταν την αδυναμία τους για λήψη προβλέψεων ώστε να απορροφήσουν τις επισφάλειές τους. Όλα αυτά, ενώ καταγραφόταν η  συνεχιζόμενη μείωση του  διαθεσίμου εισοδήματος των πολιτών που ήταν οι χορηγητικοί  πελάτες του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών σε καταναλωτικά, στεγαστικά, αλλά και επιχειρηματικά δάνεια. Το παζλ της εικόνας συμπληρωνόταν από την ανεπαρκή και αναποτελεσματική ρύθμιση και εποπτεία που ασκήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ακόμα και αυτό το τέχνασμα του «αναβαλλόμενου φόρου» δεν κατέστη δυνατόν να εξωραΐσει  αυτή τη ζοφερή κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

 

Π.Λ.-Ρ.: Η περίοδος των μνημονίων, από το 2010 και μετά, χαρακτηρίζεται από την κατά απόλυτη προτεραιότητα σωτηρίας την τραπεζών, ελληνικών και ξένων. Οι ελληνικές τράπεζες επιβίωσαν χάρη στο δημόσιο χρήμα που καταβλήθηκε στις συνεχείς ανακεφαλαιοποιήσεις τους και που αποτέλεσε και αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό του οικονομικού καθεστώτος της χώρας. Τούτο, παρά το γεγονός οτι το τραπεζικό σύστημα σε μικρό βαθμό καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες των ελληνικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας σε ποια κατάσταση βρίσκεται σήμερα;

 

Γ.Σ.: Το τραπεζικό σύστημα παραμένει αναποτελεσματικό και ασταθές παρά τις αλλεπάλληλες ανακεφαλαιοποιήσεις του.

Η προστασία  των ευρωπαϊκών τραπεζών, μετα την εκδήλωση του «συστημικού κινδύνου» κατά την κρίση του 2008, επέβαλε τη διάσωση των ελληνικών τραπεζών μέσα από τρεις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις συνολικού ύψους 45,4 δισεκ. €. Από αυτό το ποσό το μεγαλύτερο μέρος του καταβλήθηκε από το ελληνικό δημόσιο, δηλαδή 31 δισεκ. €, με αποτέλεσμα την εκτίναξη του δημοσίου χρέους και την μετακύλιση του στις πλάτες των Ελλήνων φορολογουμένων. Όμως, η στήριξη του δημοσίου στις ελληνικές τράπεζες, πέρα από αυτό το ποσό, περιλαμβάνει και άλλα 14,4 δισεκ. € που αφορούν τον αναβαλλόμενο φόρο,  καθώς και τις εγγυήσεις του δημοσίου ύψους 18,7 δισεκ. € για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του προγράμματος «Ηρακλής» (με δέσμευση συνολικά 23 δισεκ. €) και ενσωμάτωση μέρους αυτού στο δημόσιο χρέος της χώρας. Επίσης, μην μας διαφεύγει ότι οι τράπεζες επενδύουν σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου (περίπου 20 δισεκ. €), γεγονός το οποίο ενισχύει την κερδοφορία τους, αφού ο ΟΔΔΗΧ (Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους) επαναγοράζει ως εκδότης μέρος των ομολόγων που διακρατούν οι τράπεζες ώστε να είναι δυνατή η εγγραφή κερδών από αυτές. Κατά συνέπεια, η στήριξη των τραπεζών από το ελληνικό δημόσιο είναι αδιαμφισβήτητη. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα χάρη στη στήριξη του δημοσίου και του ελληνικού λαού.

Σήμερα, η κατάσταση στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα αποκαλύπτει το βαθμό της συνεχιζόμενης αστάθειας και αναποτελεσματικότητάς του. Οι τράπεζες στην Ελλάδα, σύμφωνα με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΧΣ) Μάϊου 2022 της Τράπεζας της Ελλάδος, χαρακτηρίζονται από τις έντονα αρνητικές αποδόσεις των Ιδίων Κεφαλαίων τους (-20%, το 2021) και ταυτόχρονα από τις επίσης αρνητικές αποδόσεις των στοιχείων του Ενεργητικού τους  (-1,5%, το 2021), που είναι και ο δείκτης αξιολόγησης της διοικητικής αποτελεσματικότητας (managerial efficiency) των διοικήσεων των τραπεζών. Η όποια βελτίωση καταγράφεται σε αυτούς τους δύο δείκτες στην ΕΧΣ Νοεμβρίου 2022 της ΤτΕ (για τον Ιούνιο 2022), είναι «πλασματική» διότι δεν περιλαμβάνουν  τις «προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων» που θα λογιστικοποιηθούν την 31/12/2022.

Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων αυτή υποχώρησε το α΄ εξάμηνο του 2022 έναντι του 2021, κυρίως λόγω της αύξησης του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού (risk-weighted assets). Έτσι, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε στο 13,2% τον Ιούνιο του 2022, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) στο 15,9%, αντίστοιχα. Οι δείκτες αυτοί υπολείπονται σημαντικά του μέσου όρου των πιστωτικών ιδρυμάτων υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ στην Τραπεζική Ένωση (δείκτες CET1 15% και TCR 18,9% τον Ιούνιο του 2022). Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς  (ΔΠΧΑ) 9, ο Δείκτης CET1 (fully loaded) των ελληνικών τραπεζικών ομίλων διαμορφώθηκε σε 12,1% και ο TCR σε 14,8% τον Ιούνιο του 2022.

Πρέπει να επισημάνω ότι με δεδομένες τις διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ, για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, οι ελληνικές τράπεζες αναπροσάρμοσαν μόνο τα χορηγητικά επιτόκιά τους κρατώντας τα καταθετικά επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του2022 το περιθώριο επιτοκίου (spread) ισούται με 4,56%, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο νέων δανείων με 4,60% και το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο νέων καταθέσεων με 0,04%. Με άλλα λόγια, οι εγχώριες τράπεζες παρουσιάζουν ασυμμετρία στην αναπροσαρμογή των επιτοκίων τους και πιο συγκεκριμένα, αυξάνουν τα χορηγητικά επιτόκια τους (βασική κατηγορία εσόδων) κρατώντας χαμηλά, μέχρι στιγμής, τα καταθετικά (βασική κατηγορία εξόδων). Αυτή η τιμολογιακή πρακτική χαρακτηρίζεται ως προκλητική τη στιγμή που οι συστημικές τράπεζες σχεδιάζουν γαλαντόμα μερισματική πολιτική για τους μετόχους τους.

Τέλος,  σύμφωνα πάντα με την ΕΧΣ Νοεμβρίου 2022 της ΤτΕ, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του Ιουνίου 2022 που βρίσκονται στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών ανέρχονται σε 14,903 δισεκ. €,  τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που διαχειρίζονται οι servicers και συνεχίζουν να υπάρχουν στην αγορά ανέρχονται στα 86,966 δισεκ. €, ενώ και η  Γενική Κυβέρνηση κατέχει τον Ιούνιο 2022 αντίστοιχα δάνεια αξίας 7 εκατ. €. Κατά συνέπεια, το συνολικό ποσό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην ελληνική οικονομία  ανέρχεται στα 101,9 δισεκ. €. Παράλληλα, η κυβερνητική πρακτική στο εκρηκτικό ζήτημα των πλειστηριασμών  (ιδίως πρώτης κατοικίας) φανερώνει το μέγεθος της αναλγησίας, αλλά και της απουσίας κοινωνικής ευαισθησίας.

Το αποτέλεσμα της απαράδεκτης διαχείρισης των κόκκινων δανείων με διασυνδέσεις πολιτικών και επιχειρηματιών πίσω από τις εταιρείες διαχείρισης (αρκετές εκ των οποίων έχουν μηδαμινά ελάχιστα ίδια κεφάλαια), σε συνδυασμό με το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, συνδυάζεται με την αύξηση του συνολικού ποσού των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο οικονομικό σύστημα σε υψηλότερο μάλιστα επίπεδο από εκείνο του 2018 (99,7 δισεκ. € τον Δεκέμβριο 2018). Παραμένει λοιπόν  ζητούμενο η εξυγίανση των τραπεζών μέσω της κάθαρσης των ισολογισμών τους και μέσω της σωστής εποπτικής λειτουργίας της Τράπεζας της Ελλάδος απέναντι στους servicers. Τέλος, παραμένει σαφές ότι το πρόβλημα των κόκκινων δανείων μετακυλίεται εξ ολοκλήρου στις πλάτες του ελληνικού λαού.

Το τραπεζικό σύστημα εισφέρει ελάχιστα στην παραγωγική λειτουργία της χώρας, με τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να παραμένουν αποκλεισμένες σε σημαντικό βαθμό από  χρηματοδότηση. Οι

χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων για κεφάλαια κίνησης στην πραγματική οικονομία μειώνονται, με θύματα κυρίως στις ΜμΕ και την πραγματική ανάπτυξη.

Έτσι, με τα πιο πάνω που παρέθεσα, γίνεται ξεκάθαρο ότι το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα συνεχίζει να είναι αναποτελεσματικό και παραμένει ασταθές.

 

Π.Λ.-Ρ.: Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά και τη συνεργασία του μεγάλου κεφαλαίου στην Ελλάδα, κυρίως τραπεζικού, επέβαλαν πολιτικές που δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τις ανέφικτες υποσχέσεις τους. Ήταν αυτό μια κραυγαλέα απόδειξη της αδυναμίας του καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να υποστηρίξει παραγωγικά και κοινωνικά μια ευρωπαϊκή οικονομία;

 

Γ.Σ.: Η ευρωπαϊκή ενοποίηση δομήθηκε με την εφαρμογή ενός φιλελεύθερου μοντέλου οικονομικής πολιτικής. Πρωτεύων στόχος ήταν η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς μέσω της άρσης κάθε τελωνειακής, φορολογικής, αλλά και νομισματικής – συναλλαγματικής προστασίας. Κατά συνέπεια, η ατελής οικονομική ολοκλήρωσή της βασίστηκε στη δογματική αντίληψη ότι για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού αρκεί, απλά και μόνο, ο έλεγχος της ποσότητας του χρήματος που παροχετεύεται στην οικονομία. Έτσι, με την εφαρμογή των συντηρητικών κριτηρίων του Μάαστριχτ της 10ετίας του ΄90, η Ευρωπαϊκή Ένωση επικεντρώθηκε στην άσκηση μιας αυστηρής νομισματικής πολιτικής, με κύριο χαρακτηριστικό την εφαρμογή ενός Ενιαίου Νομίσματος και τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η πραγματική οικονομική ενοποίηση, δηλαδή η πραγματική σύγκλιση των οικονομιών των κρατών μελών, παραγκωνίστηκε και στη θέση της κυριάρχησε η νομισματική ενοποίηση. Είναι σε αυτή τη λογική που λειτουργούν τα «κανάλια μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής» (channels of monetary policy transmission). Θύμα αυτής της δεσπόζουσας επιλογής ήταν η οικονομική και κοινωνική συνοχή. Αυτή η κυρίαρχη πολιτική θέση αναδεικνύεται εύλογα από το γεγονός ότι στο καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας απουσιάζει κάθε αναπτυξιακή αναφορά για τους στόχους της, και τούτο σε αντίθεση με την FED στο καταστατικό της οποίας αναφέρονται ως στόχοι ο έλεγχος του πληθωρισμού και η επίτευξη της ανάπτυξης. Αυτή η πιο πάνω κυρίαρχη νομισματική επιλογή συνοδεύτηκε και από την σχεδόν νηπιακή «πολιτική ολοκλήρωση» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επιδεικνυόμενη αδράνεια και αναποτελεσματικότητα της θεσμικής ηγεσίας της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση των πολλαπλών κρίσεων που μαστίζουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, δεν αντικατοπτρίζει μόνο το μεγάλο ευρωπαϊκό «θεσμικό έλλειμμα», αλλά είναι και σε μεγάλο βαθμό εσκεμμένη.  Συνιστά, στην ουσία, μια «πρόφαση» για να εξυπηρετηθούν σε πλείστες περιπτώσεις τα συμφέροντα που κρύβονται πίσω από τα ευρωπαϊκά παρασκήνια. Το υπάρχον «δημοκρατικό έλλειμμα» της Ε.Ε. ευνοεί, κατά την άποψή μου, την συνέχιση αυτών των πρακτικών.

Σήμερα, με δεδομένη την έκρηξη των πληθωριστικών πιέσεων που δέχονται όλες οι χώρες της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης και του απαράδεκτου και μη ρυθμισμένου μηχανισμού της χρηματιστηριακής αγοράς ενέργειας, η καταπολέμηση του πληθωρισμού επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με την συνεχή αύξηση των επιτοκίων και την συρρίκνωση της προσφοράς χρήματος. Με άλλα λόγια, μέσω του ελέγχου της ζήτησης των αγαθών και υπηρεσιών που χρηματοδοτείται από την προσφερόμενη ρευστότητα. Άρα, η επιδιωκόμενη καταπολέμηση της ακρίβειας και του πληθωρισμού γίνεται  και πάλι απ΄ την πλευρά της ζήτησης των αγαθών και υπηρεσιών, παραγνωρίζοντας τις αιτίες που τον προκαλούν απ΄ την πλευρά της προσφοράς (πληθωρισμός κόστους, δομής αγοράς, κ.ά.).

Όμως, η ΕΚΤ αποδεικνύεται ανήμπορη να σταματήσει τον πληθωρισμό, παρά τις διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων. Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη έφτασε το 10,7% τον Οκτώβριο 2022 και πλέον διαφαίνεται ότι η αύξηση των επιτοκίων θα συνεχιστεί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Έτσι, μετα από μια περίοδο όπου η ΕΚΤ αναγκάστηκε (κυρίως λόγω των lockdowns της πανδημίας) να εφαρμόσει μια  «μη συμβατική νομισματική πολιτική» (unconventional monetary policy), όπως είναι τα «ειδικά μέτρα πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης» (LTROs) και μέτρα «ποσοτικής χαλάρωσης»  (quantitative easing – QE), φθάσαμε στο άλλο άκρο. Αντί οι κεντρικές τράπεζες, μέσω του QE, να δημιουργούν, λόγω έκτακτων αναγκών, «νέο χρήμα» και να αγοράζουν ομόλογα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, παροχετεύοντας έτσι ρευστότητα στην οικονομία, έχουμε μια άκρως αντίθετη και συντηρητική πρακτική. Σήμερα, λόγω του πληθωρισμού, οι ευρωπαϊκές οικονομίες είναι αντιμέτωπες με την πολιτική της «ποσοτικής σύσφιξης» (quantitative tightening – QT), δηλαδή «αφαίρεσης χρήματος» από την κυκλοφορία στην οικονομία και από τις αγορές. Αυτό θα γίνει με τη «συρρίκνωση» των κεντρικών τραπεζικών ισολογισμών.  Οι κεντρικές τράπεζες θα πουλάνε τα ομόλογα που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους ή δεν θα τα ανανεώνουν, και έτσι θα αποσύρουν και θα  μειώνουν την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία. Η συνέπειες αυτής της πολιτικής της ΕΚΤ, μέσα στην υφιστάμενη συγκυρία, θα είναι επώδυνη για το επίπεδο διαβίωσης των ευρωπαίων πολιτών, για την εξέλιξη του Α.Ε.Π. (υφεσιακή απειλή), για το διαθέσιμο εισόδημα, την ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση,  ακόμα και για την υλοποίηση των άμεσων επενδύσεων. Ήδη πολλές κεντρικές τράπεζες στην ευρωζώνη σταματούν να ανανεώνουν τα ομόλογα που ήδη είχαν αγοράσει (βλ. πρόγραμμα app – asset purchase programme). Συνέπεια αυτής της «πολιτικής σύσφιξης» της ΕΚΤ είναι ο κίνδυνος που προκύπτει από την πώληση των ομολόγων, δηλαδή η μείωση των τιμών τους, με αποτέλεσμα την αύξηση των επιτοκίων τους. Τα πιο ευάλωτα ομόλογα στην ευρωζώνη είναι εκείνα της Ελλάδας και της Ιταλίας που ήδη κινούνται ανοδικά, λόγω αυξημένων επιτοκίων, με κίνδυνο την περαιτέρω εκτίναξη του κόστους δανεισμού  αυτών των χωρών.

Συμπερασματικά, απαντώντας στο ερώτημά σας, η λειτουργία της ΕΚΤ πρέπει να αναθεωρηθεί για μπορέσει να υποστηρίξει παραγωγικά και κοινωνικά μια ευρωπαϊκή οικονομία.

 

Π.Λ.-Ρ.: Η αποκατάσταση της ιδιοκτησίας και του ελέγχου του δημοσίου σε οτι αφορά ένα σημαντικό μέρος του τραπεζικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της Αναπτυξιακής Τράπεζας, είναι μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα. Οι δημόσιες πολιτικές σε ότι αφορά τις τράπεζες πρέπει να αποτελούν αποφασιστικό παράγοντα του αναπτυξιακού σχεδιασμού. Πώς θα έπρεπε να χειριστούμε με αυτή την οπτική την κατάργηση του ΤΧΣ; Και την αναθεώρηση του καθεστώτος που διέπει στην Ελλάδα τη λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων;

 

Γ.Σ.: Πρόκειται για δύο σημαντικά θέματα. Το πρώτο αφορά στη δημιουργία και συγκρότηση  ενός «δημόσιου πυλώνα» στον χρηματοπιστωτικό τομέα και το δεύτερο αφορά στον τρόπο λειτουργίας και εποπτείας των τραπεζών.

Όσον αφορά στη δημιουργία και συγκρότηση  ενός «δημόσιου πυλώνα», υπενθυμίζω καταρχήν ότι  η  διάσωση των ελληνικών τραπεζών και η διασφάλιση της πορείας τους μέχρι σήμερα έγινε μέσα από τρεις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις και σειρά υποστηρικτικών παρεμβάσεων του δημοσίου που προανέφερα (αναβαλλόμενος φόρος, εγγυήσεις, κ.ά.). Αποτέλεσμα της πιο πάνω συνεχούς δημόσιας στήριξης είναι ότι το ελληνικό δημόσιο κατέχει, μέσω του ΤΧΣ (Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) σημαντικά ποσοστά στο μετοχικό κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών (Τράπεζα Αττικής 62,9%, Εθνική Τράπεζα  40,4%, Τράπεζα Πειραιώς 27%, Αlpha  Bank 9%, Eurobank 1,4%).

Με δεδομένη λοιπόν την ολιγοπωλιακή μορφή αγοράς που επικράτησε  στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα μετά το κλείσιμο των 15 τραπεζών, είναι προφανής πλέον η ανάγκη μιας «δημόσιας παρουσίας» στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η οποία θα αποτρέψει τις υφιστάμενες «τιμολογιακές» και λοιπές «συντρέχουσες πρακτικές». Κατά συνέπεια, η συγκρότηση ενός «δημόσιου πυλώνα» στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας αποτελεί κυρίαρχο ζητούμενο. Αυτό σημαίνει λήξη και εκκαθάριση του ΤΧΣ με μετάταξη των τραπεζικών μετοχών στο Υπουργείο Οικονομικών ή σε διακεκριμένο φορέα αυτού και «άσκηση δικαιώματος» συμμετοχής του δημοσίου στη διοίκηση των τραπεζών. Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είχε και έχει περιορισμένη διάρκεια ζωής (βλ. Νόμο 3864/2010 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει). Έπρεπε ήδη να είχε λήξει η λειτουργία του, που έχει ανανεωθεί πολλαπλώς. Με τον τρόπο αυτό, και με διαβούλευση με τον ESM (European Stability Mechanism), το κράτος αποκτά μέρος των κεφαλαίων που διέθεσε για την διάσωσή τους, γίνεται μέτοχος  και διεκδικεί τουλάχιστον σε 1 από τις 4 συστημικές τράπεζες της χώρας δικαίωμα συμμετοχής στη διοίκηση. Ενδεχομένως μπορεί να αφορά και μία μη συστημική τράπεζα. Διευκρινίζεται ότι δεν πρόκειται για κρατικοποίηση, απλά γίνεται «άσκηση δικαιώματος», σύμφωνα με τον κ.ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιριών (όπως τροποποιήθηκε και ισχύει). Μια εναλλακτική λύση είναι η μέσω νομοθετικής ρύθμισης αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου μιας εκ των ως άνω τραπεζών, με καταβολή κεφαλαίου από το ελληνικό δημόσιο, όπως εναλλακτική λύση προσφέρει και η περίπτωση της Αναπτυξιακής Τράπεζας, με ταυτόχρονη μετατροπή της σε τράπεζα γενικών εργασιών. Στόχος είναι η απόκτηση πλειοψηφικού μεριδίου και συνεπώς του management μίας συστημικής τράπεζας μέσω των μετοχών που σήμερα κατέχει το ΤΧΣ. Η εν λόγω τράπεζα, δραστηριοποιούμενη εντός του κοινού ευρωπαϊκού κανονιστικού πλαισίου:

  • θα αποτρέπει εναρμονισμένες πολιτικές των συστημικών τραπεζών,
  • θα χρηματοδοτεί στη βάση συγκεκριμένου αναπτυξιακού σχεδίου,
  • θα κατευθύνει τα χρηματοδοτικά εργαλεία στην πραγματική οικονομία, δίνοντας έμφαση στη βιώσιμη ανάπτυξη των ΜμΕ,
  • θα ασκεί πολιτική προσανατολισμένη στο δημόσιο συμφέρον για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων.

Όσον αφορά στον τρόπο λειτουργίας και εποπτείας των τραπεζών, επιβάλλεται:

1ον. Η ίδρυση, συγκρότηση και λειτουργία ενός «Ενιαίου Επόπτη», του τραπεζικού συστήματος, του ασφαλιστικού συστήματος και της κεφαλαιαγοράς, κατά τα πρότυπα άλλων κρατών μελών της Ε.Ε.

2ον. Η αποτελεσματικότερη λειτουργία του 2ου Πυλώνα της Προληπτικής Εποπτείας με πιο ενεργή παρέμβαση της υπεύθυνης εποπτικής αρχής.

3ον. Η αλλαγή στην εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών, με ενίσχυση των κριτηρίων και  διαδικασιών ελέγχου που αφορούν τη συνέργεια των στελεχών της ανώτερης και ανώτατης διοίκησης των τραπεζών στο αδίκημα της απιστίας.

4ον. Η αναθεώρηση και ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των Συστημάτων Εσωτερικού Ελέγχου (Σ.Σ.Ε.) και των Κανονισμών Χορηγήσεων, Εμπλοκών & Καθυστερήσεων, καθώς και του Κανονισμού Επενδυτικής Πολιτικής της κάθε τράπεζας.

5ον.  Η επαναδιατύπωση και συγκεκριμενοποίηση του Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών.

6ον. Ο διαχωρισμός των κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων των τραπεζών από τις διαμεσολαβητικές δραστηριότητές τους που είναι χρήσιμες για την πραγματική οικονομία.

7ον. Η ενίσχυση της «διαφάνειας» (transparency) του τραπεζικού και εν γένει του χρηματοοικονομικού συστήματος της χώρας.

8ον.  Ο έλεγχος της «σκιώδους τραπεζικής» (shadow banking).

9ον. Η διενέργεια αποτελεσματικών ελέγχων στη διαχείριση και παροχέτευση της ρευστότητας των τραπεζών προς όφελος της πραγματικής οικονομίας.

10ον. Η ίδρυση, συγκρότηση και λειτουργία ενός «Ανωτάτου Συμβουλίου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας» κατά τα πρότυπα άλλων χωρών της Ε.Ε. («μακροπροληπτική αρχή») για την επίβλεψη των «συστημικών κινδύνων» (systemic risks) και την επιτήρηση των συνθηκών δημιουργίας «χρηματοοικονομικών φουσκών» (financial bubbles).

11ον. Η σύσταση Εθνικής Επιτροπής για την συγγραφή και διαρκή επικαιροποίηση ενός Κώδικα Νομισματικών και Χρηματοοικονομικών Διατάξεων.

 

Π.Λ.-Ρ.: Ταυτοχρόνως όμως, η διαθεσιμότητα κεφαλαίων και χρήματος για την αποκατάσταση και την ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας, και για την κάλυψη της ανάγκης αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, απαιτεί μια νέα στρατηγική εξασφάλισης των χρηματοδοτικών δυνατοτήτων του δημοσίου, ενώ ξεκινάμε από την κατάσταση μιας υπερχρεωμένης οικονομίας. Ποια βήματα πρέπει να γίνουν προς αυτή την κατεύθυνση;

 

Γ.Σ.: Σήμερα, η ελληνική οικονομία είναι μια «υπερχρεωμένη οικονομία». Σύμφωνα με την Eurostat το δημόσιο χρέος (γενικής κυβέρνησης) το 2021 έφτασε τα 353,4 δισεκ. € (ή 193,4% του Α.Ε.Π.). Αν σε αυτό προσθέσουμε και το ιδιωτικό χρέος (οφειλές των πολιτών σε εφορεία, ασφαλιστικούς φορείς, τράπεζες, funds, κοινή ωφέλεια, επιστρεπτέα προκαταβολή και άλλους ιδιώτες) που εκτιμάται στα 296,0 δισεκ. € (ή 161,9% του Α.Ε.Π.), τότε το συνολικό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος φτάνει στο τεράστιο ποσό των 649, 4 δισεκ. € (ή 355,2% του Α.Ε.Π.). Πρόκειται για ένα μέγεθος που αντανακλά τη δυσχερή θέση της χώρας, τη διαχρονική υποθήκευση του μέλλοντος των πολιτών, την παραγωγική υστέρηση της χώρας και τις άστοχες και στην ουσία τους αντιαναπτυξιακές πολιτικές που εφαρμόστηκαν από πολλές κυβερνήσεις στο παρελθόν.

Αναμφισβήτητα, με δεδομένη αυτή τη συνθήκη, ο δρόμος δεν θα είναι στρωμένος με κόκκινο χαλί. Θα είναι μια δύσβατη πορεία με δυσκολίες, παγίδες και ενδεχόμενες ανατροπές. Βασικό ζητούμενο η πεποίθηση στις ηθικές αξίες και αρχές, αλλά και η στοχοπροσήλωση  για την αποκατάσταση και ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας σε αναπτυξιακή διάσταση.

Κατά συνέπεια, τα μέτρα πολιτικής που, κατά την άποψή μου, πρέπει να ληφθούν,  συνοπτικά αφορούν τα ακόλουθα:

  • Την επεξεργασία ενός συνεκτικού μεσοπρόθεσμου προγράμματος αναπτυξιακής πολιτικής, με κύριο χαρακτηριστικό τη βιώσιμη και αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Πρόκειται για την κατάρτιση νέου 5ετους Σχεδίου Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάπτυξης, με άμεση προτεραιότητα την αύξηση των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και τον τεχνολογικό μετασχηματισμό της παραγωγής.
  • Την εξειδίκευση και προώθηση μιας «νέας συνεταιριστικής αντίληψης» στο χώρο της παραγωγής, διακίνησης και εμπορίας των προϊόντων, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες ολιγοπωλειακές συνθήκες που επικρατούν σε επι μέρους ελληνικές αγορές. Σύγχρονές «καλές πρακτικές» ξαναφέρνουν στο προσκήνιο το συνεταιριστικό κίνημα, απαλλαγμένο από τα βάρη του παρελθόντος, με νέες μορφές και δράσεις αντιμετώπισης του «αποκλεισμού» και της «ακρίβειας».
  • Τον ανασχεδιασμό της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας, με στόχο την ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας, δηλαδή της διεύρυνσης της συνολικής παραγωγικής δυναμικότητας της οικονομίας. Ζητούμενο στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής είναι η απελευθέρωση και παροχέτευση εθνικών αποταμιευτικών πόρων (ιδιωτικών και δημόσιων) για την  χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων, σε συνδυασμό με την «προσεκτική» προσέλκυση ξένων κεφαλαίων.
  • Την αποκατάσταση της κοινωνικής αδικίας (εισοδηματική – φορολογική πολιτική – υπερχρεωμένα νοικοκυριά & επιχειρήσεις – κόκκινα δάνεια – πλειστηριασμοί) που αφορά τα χαμηλά και μεσαία στρώματα του πληθυσμού.
  • Την αναθεώρηση όλου του πλέγματος της κοινωνικής πολιτικής και πρόνοιας, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση του εθνικού συστήματος υγείας και την στήριξη του δημόσιου συστήματος παιδείας.
  • Την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας με την αναθεώρηση του εποπτικού πλαισίου του τραπεζικού συστήματος (και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων), αλλά και τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και διαφάνειας στη χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση. Στην κατεύθυνση αυτή σημασία έχει η δημιουργία του δημόσιου πυλώνα στο τραπεζικό σύστημα.
  • Τον εκσυγχρονισμό των κρατικών δομών και του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.
  • Την ανάδειξη και στήριξη της περιβαλλοντικής διάστασης της ανάπτυξης μέσα από την υιοθέτηση αυστηρών κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με τα μέτρα αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης. Επισημαίνεται η ανάγκη λεπτομερούς προσδιορισμού και διασφάλισης της περιβαλλοντικής διάστασης της ανάπτυξης, αλλά και καθορισμού των «νέων ενεργειακών προτεραιοτήτων» της χώρας με σχεδιασμό για την άμεση υλοποίηση αυτών.
  • Την άσκηση πίεσης στην Ε.Ε. για τη δημιουργία ενός νέου χρηματοδοτικού εργαλείου, βασισμένου στον κοινό δανεισμό, για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, μέσω της έκδοσης κοινού ευρωομολόγου που θα στοχεύει στη μείωση του ενεργειακού κόστους και στην χρηματοδότηση στοχευμένων εθνικών παρεμβάσεων.-

(*) Ο Γεράσιμος Σαπουντζόγλου είναι Οικονομολόγος – Καθηγητής Πανεπιστημίου.