ΕΚΔΟΣΗ ‘ΕΦΣΥΝ’

ΕΝΟΤΗΤΑ: Χρήμα, Τραπεζικό Συστημα.

Π.-Λ.Ρ. Κατά τη δεκαετία του 80 πραγματοποιήθηκε μια σημαντική αλλαγή στον χαρακτήρα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, με κύριο χαρακτηριστικό την άρση των διοικητικών περιορισμών, και την “απελευθέρωσή” του στοχεύοντας στη διαμόρφωση συνθηκών μιας ανταγωνιστικής τραπεζικής αγοράς. Πιστεύετε ότι επιτεύχθηκε αυτός ο στόχος;

Γ.Σ. Η άσκηση της αλλοπρόσαλλης νομισματοπιστωτικής πολιτικής από την περιβόητη «Νομισματική Επιτροπή» της μεταπολεμικής Ελλάδας στηρίχθηκε σε ένα απόλυτα κανονικοποιημένο (regulated) χρηματοπιστωτικό σύστημα, που λειτούργησε με πολλές στρεβλώσεις, αντιπαραγωγικές λογικές και πολιτικές σκοπιμότητες που εξυπηρετούσαν συγκεκριμένα συμφέροντα. Η ένταξη της χώρας το 1981 στην τότε Ε.Ο.Κ. και κατά συνέπεια στην Κοινή Αγορά, η υποχρέωση προσαρμογής του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στις διατάξεις δύο Κοινοτικών Οδηγιών, αλλά και η διαπίστωση ότι η τραπεζική πρακτική συντηρούσε και διεύρυνε το αναπτυξιακό έλλειμμα της Ελλάδας, οδήγησε στην άρση των διοικητικών περιορισμών και στην αποκανονικοποίηση (deregulation) της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματός μας. Η πορεία αυτή συνεχίστηκε και στις δύο επόμενες δεκαετίες του 1990 και του 2000, όπου, στη λογική της ολοκλήρωσης της Εσωτερικής Αγοράς, επήλθε και η απελευθέρωση της Κίνησης Κεφαλαίων για τη δημιουργία ενός ενιαίου χρηματοπιστωτικού – τραπεζικού χώρου.

Όμως, αν και αυτά συνέβησαν, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι στα εγγενή χαρακτηριστικά των τραπεζών καταγράφεται πάντα ο «ηθικός κίνδυνος» (moral hazard) και η «ασυμμετρία της πληροφόρησης» (asymmetric information), ανάμεσα στους καταθετικούς – επενδυτικούς πελάτες των τραπεζών και τους τραπεζίτες, καθώς και ανάμεσα στους τραπεζίτες και τους χορηγητικούς πελάτες, ως προς την χρήση των κεφαλαίων που ο καθένας απ΄ αυτούς διαχειρίζεται. Όλα αυτά βέβαια, με δεδομένη τη μορφή της αγοράς που ισχύει, και που για τις τράπεζες είναι ή ο «μονοπωλιακός ανταγωνισμός» ή το «ολιγοπώλιο» ή ακόμα και το «καρτέλ». Μην μας διαφεύγει δε ότι στην περίπτωση του «ολιγοπωλίου» και του «καρτέλ», εκτός από τα περίφημα «εμπόδια εισόδου» που ορθώνονται στην αγορά, είναι η ιδιαίτερης σημασίας η άσκηση της τιμολογιακής πολιτικής των υφιστάμενων σε αυτές τις δυο αγορές τραπεζών, είτε αφορά τα επιτόκια είτε τις προμήθειες επί των συναλλαγών.

Π.-Λ.Ρ. Υπονοείτε ότι στην πραγματικότητα οδηγηθήκαμε στη δημιουργία ενός καρτέλ, το οποίο επέτρεψε στο τραπεζικό κεφάλαιο να καλύψει τις απώλειες της ‘αποβιομηχάνισης”. Ήταν η ελληνική εκδοχή τους περάσματος στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό;

Γ.Σ. Από τη δεκαετία του 1970 και μετά, δηλαδή μετα την τότε ενεργειακή – βιομηχανική κρίση, καταγράφεται μια περίοδος σημαντικών παραγωγικών ανακατατάξεων, με αναπροσανατολισμό της στρατηγικής του ευρωπαϊκού καπιταλισμού από τον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής προς τον τομέα των υπηρεσιών και της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης. Οι νέες τεχνολογίες διατάραξαν τις παραδοσιακές σχέσεις παραγωγής και τις συνθήκες διανομής και αναδιανομής του εισοδήματος στον παγκόσμιο και ευρωπαϊκό καταμερισμό της εργασίας. Μέσα από αυτές τις διεργασίες αποτυπώθηκε η ευρωπαϊκή και περιφερειακή υστέρηση στη δευτερογενή παραγωγή, η μείωση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών βιομηχανιών και η μετακίνηση του κέντρου πολιτικής στον τομέα των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών.

Στην Ελλάδα όμως, η επιλογή της αποβιομηχάνισης είχε προϋπάρξει. Το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας είχε ήδη δρομολογηθεί, δίνοντας έμφαση στον τομέα των υπηρεσιών. Έτσι, αποτυπώθηκε η υποκατάσταση ενός εγχώριου «ατελούς» βιομηχανικού καπιταλισμού από τον χρηματοοικονομικό καπιταλισμό, στην Ελλάδα με πολύ πιο βίαιο τρόπο. Μπορεί στην Ευρώπη το βιομηχανικό κεφάλαιο να παρέδωσε τα σκήπτρα του στο σκληρό τραπεζικό κεφάλαιο και να επικράτησε ο χρηματοοικονομικός καπιταλισμός, στην Ελλάδα όμως ακόμα και αυτός ο βιομηχανικός καπιταλισμός ήταν λανθάνων, αφού μεταπολεμικά είχε ξεκινήσει η «παρασιτική» και «κρατικοδίαιτη» εκδοχή του. Αδιάψευστος μάρτυρας, η διαχρονική εξέλιξη του ελλειμματικού Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών της χώρας.

Η επικυριαρχία του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση ευνοήθηκε σημαντικά με την εφαρμογή των συντηρητικών κριτηρίων του Μάαστριχτ της 10ετίας του΄90, που είχαν επικεντρωθεί στην άσκηση μιας αυστηρής Νομισματικής Πολιτικής με κυρίαρχο στόχο στον έλεγχο του Πληθωρισμού. Η Οικονομική Ενοποίηση εγκαταλείφθηκε και έτσι από την Ο.Ν.Ε. μας έμεινε μόνο η Ν.Ε. δηλαδή η Νομισματική Ενοποίηση, με κύριο χαρακτηριστικό την εφαρμογή ενός Ενιαίου Νομίσματος και τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο καταστατικό της οποίας απουσιάζει κάθε αναπτυξιακή αναφορά για τους στόχους της, σε αντίθεση με την FED.

Στην Ελλάδα, μετά από μια μακρά περίοδο εκρηκτικής πιστωτικής επέκτασης και έντονης κερδοφορίας, η έλλειψη πρόνοιας των τραπεζιτών, οι κακές πρακτικές και οι προκύψασες ισολογιστικές ανισορροπίες είχαν ως αποτέλεσμα την συνεπαγόμενη κρίση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος που είναι μια διαφορετική εκδοχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Στην Ελλάδα, το «δημοσιονομικό παγόβουνο» συγκρούστηκε εκκωφαντικά με το «χρηματοοικονομικό παγόβουνο». Σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά η αναποτελεσματικότητα και οι αβελτηρίες της Εποπτικής Αρχής (Τ.τ.Ε.). Αυτή η συνεπαγόμενη κρίση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ευνόησε, σε επίπεδο πολιτικών επιλογών, τη διαμόρφωση στον τραπεζικό κλάδο συνθηκών Ολιγοπωλίου, με κατάληξη στην επικυριαρχία δομών που προσομοιάζουν με Καρτέλ. Εξάλλου, αυτή η μορφή αγοράς στην Ελλάδα δεν εμφανίζεται μόνο στον τραπεζικό κλάδο. Είναι μια σχεδόν γενικευμένη συνθήκη σε πάρα πολλούς υποκλάδους της οικονομικής δραστηριότητας και κυρίως στο χώρο του εμπορίου και των δικτύων διανομής. Η ελληνική οικονομία σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό «καρτελοποιημένη», γεγονός που αποτελεί και σημαντικό αντικίνητρο για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Υπενθυμίζω ότι στον χρηματοπιστωτικό τομέα της χώρας, μόνο το 2012, έκλεισαν 15 τράπεζες!

Π.-Λ.Ρ. Με άλλα λόγια, υπονοείτε ότι η κρίση του 2009 ήταν αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάστασης;

Γ.Σ. Αυτό είναι σαφές. Αφενός, η δημοσιονομική εκτροπή, όπως αυτή εκφράστηκε διαχρονικά μέσα από την εκτέλεση των κρατικών προϋπολογισμών με την συνεχή αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων, τις συνεχείς εκδόσεις κρατικών ομολόγων, που επηρέασαν το προφίλ του επενδυτικού χαρτοφυλακίου στο ενεργητικό των ελληνικών τραπεζών, οδήγησε στην αέναη σώρευση του δημοσίου χρέους. Στη δημοσιονομική πολιτική κυριάρχησε η λογική της πληρωμής μόνο των τόκων μέσω της έκδοσης νέων χρεογράφων παραγνωρίζοντας την απομείωση του δανειακού κεφαλαίου. Η εξυπηρέτηση των τρεχουσών δημοσιονομικών οφειλών συνεχιζόταν με αυτό τον τρόπο μέχρι το σημείο που το Α.Ε.Π. άρχισε να μειώνεται. Οι μνημονιακές επιλογές, ακολουθώντας και τις λάθος συνταγές της Τρόικας, οδήγησαν στην «μεγάλη ύφεση» που βιώσαμε και όξυναν ακόμα περισσότερο τις επαχθείς συνθήκες αντιμετώπισης του δημοσιονομικού προβλήματος.

Αφετέρου, το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα αδυνατούσε πλέον να εκτελέσει τον καθαρό διαμεσολαβητικό ρόλο του, δηλαδή τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Μην μας διαφεύγει ότι η τραπεζική διαμεσολάβηση είναι «δημόσιο αγαθό», απαραίτητο για την οικονομική ανάπτυξη, γι΄αυτό και πρέπει να ρυθμίζεται και να εποπτεύεται. Μετά την υπέρμετρη πιστωτική επέκταση της προηγούμενης περιόδου, ήλθαν οι καθυστερήσεις και η αθέτηση αποπληρωμής από τους δανεισθέντες, ήλθαν οι επισφάλειες και τα κόκκινα δάνεια, και μετα την περίοδο της ευφορίας καταγράφηκαν οι έντονα ζημιογόνες χρήσεις των τραπεζών, η ανάλωση των ιδίων κεφαλαίων τους και η μείωση των εποπτικών κεφαλαίων τους σύμφωνα με τα εκάστοτε πρότυπα της Βασιλείας. Οι ισολογιστικές ανισορροπίες των τραπεζών αποκάλυπταν την αδυναμία τους για λήψη προβλέψεων για απορρόφηση επισφαλειών τους. Όλα αυτά, ενώ καταγραφόταν η συνεχιζόμενη μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος των πολιτών που ήταν οι χορηγητικοί πελάτες του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών σε καταναλωτικά, στεγαστικά, αλλά και επιχειρηματικά δάνεια. Το παζλ της εικόνας συμπληρώνεται, όπως προανέφερα, από την ανεπαρκή και αναποτελεσματική εποπτεία που ασκήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ακόμα και αυτό το τέχνασμα του «αναβαλλόμενου φόρου» δεν κατέστη δυνατόν να εξωραΐσει αυτή τη ζοφερή κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Το σύστημα παραμένει αναποτελεσματικό και ασταθές παρά τις αλλεπάλληλες ανακεφαλαιοποιήσεις του.

Π.-Λ.Ρ. Η περίοδος του “εκσυγχρονισμού” κατέληξε στην υπερχρέωση τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, με παράλληλη προοδευτική μείωση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας.

Γ.Σ. Ο εκσυγχρονισμός που βιώσαμε στην Ελλάδα ήταν σε λάθος κατεύθυνση, με λάθος επιλογές, λάθος προτεραιότητες και λάθος περιεχόμενο. Ήταν ένας «μασκαρεμένος» και «επικοινωνιακός» εκσυγχρονισμός για να συγκαλύψει πολλές συντηρητικές επιλογές, με αποθέωση της αγοραίας αντίληψης και με έντονα αναδιανεμητικές επιπτώσεις. Δεν εκσυγχρονίζεις μια χώρα κυνηγώντας μόνο τις 6.000 μονάδες στο δείκτη του χρηματιστηρίου όταν η οικονομία απαιτεί ριζικές αλλαγές στην παραγωγική της βάση και στις υποδομές. Ο αληθινός εκσυγχρονισμός είναι πάντα επιθυμητός, αρκεί να είναι στη σωστή κατεύθυνση, με ένα καλά σχεδιασμένο αναπτυξιακό πρόγραμμα αποδεκτό από την κοινωνία. Απαιτεί μια σειρά ρηξικέλευθων επιλογών σε όλο το φάσμα των παραγωγικών, διοικητικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων.

Η αποτυχία αυτού του ξοφλημένου εκσυγχρονισμού που βιώσαμε οδήγησε αναπόφευκτα στην υπερχρέωση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Η Ελλάδα είναι σήμερα μια υπερχρεωμένη χώρα με αβέβαιο μέλλον και πολλούς κινδύνους.

Η εξέλιξη του Ιδιωτικού Χρέους έχει λάβει πλέον εκρηκτικές διαστάσεις. Τα μεγέθη που κατά καιρούς δημοσιεύονται από αρμόδιους και μη φορείς είναι ελλιπή και αναξιόπιστα. Κύρια αιτία είναι η παράλειψη ή η μη σωστή προσμέτρηση της πραγματικής σύνθεσης αυτού.

Η πραγματική σύνθεση του Ιδιωτικού Χρέους οφείλει να περιλαμβάνει: 1/. Τις Φορολογικές Οφειλές. 2/. Τις Οφειλές σε Ασφαλιστικούς Φορείς. 3/. Τις Οφειλές σε Τράπεζες & Funds. 4/. Τις Οφειλές σε Οργανισμούς Κοινής Ωφέλειας. 5/. Τις Οφειλές λόγω Επιστρεπτέας Προκαταβολής και 6/. Τις Οφειλές μεταξύ Ιδιωτών. Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει καμία επιστημονικά σοβαρή μελέτη για το θέμα του Ιδιωτικού Χρέους. Η όποια προσέγγιση είναι αποσπασματική, όπως αποσπασματικά είναι και τα όποια μέτρα πολιτικής έχουν αναληφθεί. Αυτές οι 6 διαφορετικές κατηγορίες που συνθέτουν το Ιδιωτικό Χρέος επιβάλλουν την ανάληψη διαφορετικών «πακέτων πολιτικής» για την αντιμετώπιση – διαχείριση του τεραστίου μεγέθους του, που προκαλεί σειρά μακροοικονομικών, δημοσιονομικών, χρηματοοικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων. Το μέγεθος του Ιδιωτικού Χρέους που δημοσιεύεται για το 2020, 235 δισεκ. €, είναι ανακριβές. Το πραγματικό μέγεθος είναι 257 δισεκ. € ή 155,5% του Α.Ε.Π. Για το τέλος του 2021 το μέγεθος αυτό εκτιμάται ότι θα εκτιναχθεί στα 296 δισεκ. € ή 166,6 % του Α.Ε.Π.

Το Δημόσιο Χρέος της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2022, εκτιμάται ότι θα κινηθεί το 2021 στα 350,0 δισεκ. € ή 197,1% του Α.Ε.Π. Κατά συνέπεια, το Άθροισμα Ιδιωτικού και Δημοσίου Χρέους για το 2021 θα είναι 646,0 δισεκ. €, ή 364,0% του Α.Ε.Π. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα είναι μια επικίνδυνα υπερχρεωμένη χώρα.

Μέσα σ΄ αυτή τη συνθήκη, η παραγωγική βάση της έχει αποσαθρωθεί ακόμα πιο πολύ, φαινόμενο που εντάθηκε τόσο στην μνημονιακή περίοδο όσο και στην περίοδο της πανδημίας. Παρακολουθούμε την συνακόλουθη προοδευτική μείωση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, επισημαίνοντας τις συνέπειες στο εμπορικό ισοζύγιο, στην απασχόληση, αλλά και στο brain drain, δηλαδή στη διαρροή του ανθρώπινου κεφαλαίου.

Π.-Λ.Ρ. Μετά τα τρία μνημόνια και την συνεχιζόμενη κρίση του κορωνοϊού, η ελληνική οικονομία έχει συνεχίσει να χάνει με ταχύτερους ρυθμούς παραγωγικό δυναμικό, και να εμφανίζει σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, που οφείλονται επίσης σε έλλειμμα υποδομών, και στις επιπτώσεις της περιβαλλοντικής κρίσης.

Γ.Σ. Τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι μακροχρόνια και οξύνθηκαν περισσότερο κυρίως από τις πολιτικές επιλογές της δεκαετίας του 1990 και του 2000. Αυτό, αναδείχθηκε έντονα μέσα από την διόγκωση των «δίδυμων ελλειμμάτων» της ελληνικής οικονομίας, φαινόμενο που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Η μνημονιακή φάση έδωσε την σκυτάλη στη φάση της πανδημίας του κορωνοϊού, όπου αποκαλύφθηκε πιο έντονα η κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, η περαιτέρω αποσάθρωση των δομών, αλλά και οι συνέπειες της δεσπόζουσας πολιτικής επιλογής.

Μέσα στο 2020, έγινε επίσης σαφές ότι η καταγραφόμενη περιβαλλοντική κρίση είναι παρούσα στην Ελλάδα, αποκαλύπτοντας την αδυναμία του κράτους να ανταπεξέλθει αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.

Π.-Λ.Ρ. Η Τρόικα φρόντισε να προστατεύσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά φρόντισε επίσης και τις ελληνικές τράπεζες προσφέροντάς τους διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις με δημόσιο χρήμα.

Γ.Σ. Αναφέρθηκα πριν στην αστάθεια του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως αυτή απεικονίζεται από την χρηματοοικονομική ανισορροπία των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών εδώ και 15 περίπου χρόνια. Ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα ήταν η συνεχής ανάλωση των ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών λόγω του υψηλού μεγέθους των επισφαλειών και συνεπώς η ελλιπής επάρκεια των εποπτικών κεφαλαίων που όριζαν τα κατά εκάστοτε «πρότυπα» της συμφωνίας της Βασιλείας (Basel Accord). Εφόσον, λοιπόν, οι ευρωπαϊκές, και κυρίως οι γερμανικές, τράπεζες είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους χρεόγραφα των ελληνικών τραπεζών, μια ενδεχόμενη κατάρρευση των ελληνικών τραπεζών θα προκαλούσε domino effect και σ΄ αυτές με κίνδυνο πρόκλησης σημαντικών ζημιών. Υπενθυμίζω τον «συστημικό κίνδυνο» που αντιμετώπισαν και κατά την κρίση του 2008. Έτσι, η προστασία των ευρωπαϊκών τραπεζών επέβαλε την διάσωση των ελληνικών τραπεζών μέσα από τρεις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις συνολικού ύψους 45,4 δισεκ. €. Γνωρίζουμε ότι το βάρος αυτό στο μεγαλύτερο μέρος του μετακυλήθηκε στις πλάτες των Ελλήνων φορολογουμένων με την εκτίναξη του δημοσίου χρέους.

Σήμερα, η κατάσταση στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα αποκαλύπτει το βαθμό της συνεχιζόμενης αστάθειας και αναποτελεσματικότητάς του. Οι τράπεζες στην Ελλάδα, σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ιούνιος 2021) χαρακτηρίζονται από τις έντονα αρνητικές αποδόσεις των Ιδίων Κεφαλαίων τους [δείκτης: R.O.E. (Return on Equity): – 7,8% (το 2020)] και ταυτόχρονα από τις επίσης αρνητικές αποδόσεις των στοιχείων του Ενεργητικού τους [δείκτης: R.O.A. (Return on Assets): – 0,69% (το 2020)], που είναι και ο δείκτης αξιολόγησης της διοικητικής αποτελεσματικότητας (managerial efficiency) των διοικήσεων των τραπεζών. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, σύμφωνα με την ίδια πάντα Έκθεση, χαρακτηρίζεται επίσης από τις επώδυνες επιδράσεις που ασκεί το Απόθεμα των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (NPLs), ανερχόμενο στα 47,2 δισεκ.€ στις 31/12/2020, και η ανάγκη λήψης προβλέψεων για τις επισφαλείς απαιτήσεις πάνω στα Ίδια Κεφάλαια και κυρίως στα Εποπτικά Ίδια Κεφάλαια (Common Equity Tier 1 – CET1: 12,5%) σε σχέση με το Σταθμισμένο στον Κίνδυνο Ενεργητικό τους (Risk-Weighted Assets), λαμβάνοντας υπόψη την ενσωμάτωση της πλήρους επίδρασης του ΔΠΧΑ 9 (Fully Loaded).

Π.-Λ.Ρ. Ταυτόχρονα, η οικονομία παραμένει υπερχρεωμένη, οι διαθέσιμοι δημόσιοι πόροι είναι ανεπαρκείς και οι τράπεζες δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν την ανασυγκρότηση.

Γ.Σ.  Αυτό είναι επίσης  ξεκάθαρο.  Η  αναποτελεσματικότητα του  ελληνικού χρηματοπιστωτικού  συστήματος να χρηματοδοτήσει την πραγματική οικονομία και την ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάση καταδεικνύεται από το γεγονός ότι, ενώ από το 2018 έχει καταγραφεί μια σημαντική επανάκαμψη και αύξηση των καταθέσεων, εντούτοις η χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά συνεχίζουν να μειώνονται.

Σύμφωνα και πάλι με την τελευταία Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ιούνιος 2021), οι καταθέσεις από 182,2 δισεκ. € στις 31/12/2019 αυξήθηκαν στα 196,1 δισεκ. € στις 31/12/2020, δηλαδή ετήσια αύξηση 13,9 δισεκ. €, χωρίς στα πιο πάνω συνολικά μεγέθη να περιλαμβάνονται τα 44,5 δισεκ. ευρώ που είναι οι απολήψεις από την ΕΚΤ, μέσω των εργαλείων άσκησης της τρέχουσας Μη συμβατικής Νομισματικής Πολιτικής (Unconventional Monetary Policy), όπως τα LTROs (Long-Term Refinancing Operations – LTROs) που είναι τα Ειδικά Μέτρα Πράξεων πιο Μακροπρόθεσμης Αναχρηματοδότησης. Σε αντίθεση με αυτή την πορεία των καταθέσεων, οι Χορηγήσεις Δανείων και Πιστώσεων (Υπόλοιπα) προς τον Ιδιωτικό Τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) για την ίδια την περίοδο (31/12/2019 – 31/12/2020) συνέχισαν να μειώνονται, καταγράφοντας πτώση κατά 11,8 δισεκ. € (από 168,7 δισεκ. €, σε 156,9 δισεκ. €). Οι διοικήσεις των τραπεζών προτιμούν να τοποθετούν τη ρευστότητά τους σε αξιόγραφα – χρεόγραφα του δημοσίου παρα να χορηγούν δάνεια στις επιχειρήσεις, κυρίως στις μικρομεσαίες που αποτελούν και τον βασικό κορμό της οικονομίας, καθώς και στα νοικοκυριά.

Π.-Λ.Ρ. Ήταν η λιτότητα και η αναδιανομή εισοδήματος υπερ του τραπεζικού κεφαλαίου η μόνη διέξοδος;

Γ.Σ. Ήταν ένα μίγμα ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής που επέβαλε η Τρόικα, που μέσα από την επιβληθείσα λιτότητα, την εσωτερική υποτίμηση, ευνοούσε αποδεδειγμένα την κοινωνικά άδικη αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των πλουσίων στρωμάτων του πληθυσμού και αναπόφευκτα τη στήριξη του χωλαίνοντος τραπεζικού κεφαλαίου. Προφανώς, αυτές οι επιλογές δεν ήταν μονόδρομος. Δεν ευνοούσαν την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας, ούτε θεράπευσαν τις βασικές αιτίες της δημοσιονομικής και χρηματοοικονομικής κρίσης. Ήταν μέτρα πυροσβεστικού χαρακτήρα και όχι διαρθρωτικής αντιμετώπισης. Πολλά από τα μέτρα αναγνωρίστηκαν εκ των υστέρων ως εσφαλμένα. Όμως, τα περισσότερα εξυπηρέτησαν πολλά «κέντρα συμφερόντων» στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας. Μεταξύ αυτών και την πρόσκαιρη θεραπεία του τραπεζικού συστήματος.

Π.-Λ.Ρ. Και με τη σημερινή κυβέρνηση έχουμε επιδείνωση της κρίσης του κοινωνικού κράτους και περαιτέρω απορρύθμιση των συνθηκών εργασίας.

Γ.Σ. Η πανδημία του Covid 19 ανέδειξε ακόμα περισσότερο τη διάλυση του κοινωνικού κράτους και κυρίως τα αποτελέσματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης για το Ε.Σ.Υ. Η ιδεολογία του κυβερνόντος κόμματος κυριάρχησε έναντι της κοινωνικής αναγκαιότητας για στήριξη του συστήματος υγείας. Ζούμε καθημερινά την αγωνιώδη προσπάθεια του συστήματος να ανταποκριθεί απέναντι στις ανάγκες για υποδομές και εξειδικευμένο νοσηλευτικό προσωπικό. Τούτο, ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση συρρικνώνει περαιτέρω τις σχετικές δαπάνες στον προϋπολογισμό του 2022. Όμως, το στίγμα αυτής της πολιτικής δεν εντοπίζεται μόνο στο σύστημα της υγείας, αναδεικνύεται σε όλο το φάσμα της κοινωνικής πολιτικής, είτε αφορά το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, είτε το σύστημα παροχών στις αναξιοπαθούσες εισοδηματικές κατηγορίες του πληθυσμού. Η απορρύθμιση των συνθηκών εργασίας, μέσω των πρόσφατων νομοθετικών ρυθμίσεων της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις των lockdowns, επέδρασσε καταλυτικά στο σύστημα της απασχόληση και αμοιβής της εργασίας. Η ανεργία στη χώρα κινείται σε απελπιστικά επίπεδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το Σεπτέμβριο του 2021 το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ήταν 13,3%, δηλαδή σχεδόν διπλάσιο από εκείνο της Ευρωζώνης (7,4%). Στους νέους κάτω των 25 ετών η Ελλάδα καταγράφει το κοινωνικά απαράδεκτο ποσοστό του 30,8% τον Αύγουστο του 2021. Μέσα σ΄ αυτή την κατάσταση είναι απούσα κάθε ουσιαστική πρόνοια για την αντιμετώπιση του ζοφερού καθεστώτος των μακροπρόθεσμων ανέργων.

Π.-Λ.Ρ. Πώς μπορεί μια φιλολαϊκή κυβέρνηση να αποκτήσει τη δυνατότητα χρηματοδότησης της οικονομίας, των κοινωνικών υπηρεσιών και περιβαλλοντικών αναγκών, και ποιές θεσμικές μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες για να υλοποιηθεί ένας τέτοιος προσανατολισμός;

Γ.Σ. Απαραίτητη προϋπόθεση για την αναπτυξιακή ανασύνταξη της χώρας είναι η θεμελίωση ενός αποτελεσματικού χρηματοοικονομικού συστήματος. Η διασφάλιση της παροχέτευσης των χρηματικών πόρων της οικονομίας προς τις πραγματικές επενδυτικές και συναλλακτικές δραστηριότητες απαιτεί ένα τραπεζικό σύστημα που θα επιβεβαιώνει τον διαμεσολαβητικό ρόλο του. Ταυτόχρονα, απαιτεί και μια ορθολογική αναδιάταξη της σύνθεσης των εσόδων και δαπανών του κράτους. Μιλάμε για την ανάγκη να ξαναχτιστεί ο κρατικός προϋπολογισμός από «μηδενική βάση». Μόνο τότε οι χρηματικοί πόροι θα οδεύουν και θα ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, είτε αφορούν τις επενδύσεις για κρατικές υποδομές και κάλυψη των λειτουργικών δαπανών του κράτους, είτε για δημιουργία παγίου κεφαλαίου των επιχειρήσεων και χρηματοδότηση του κυκλοφορούντος ενεργητικού τους. Είναι μέσα από αυτή την «ολιστική θεώρηση» του χρηματοοικονομικού συστήματος της χώρας που θα καταστεί δυνατή τόσο η συγκρότηση μιας νέας κοινωνικής πολιτικής όσο και η αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης.

Όσον με αφορά, μπορώ συνοπτικά να αναφερθώ στις ακόλουθες προτεραιότητες που θεωρώ αναγκαίες για μια προοδευτική αντιμετώπιση των προβλημάτων του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος:

1ον. Λήξη και εκκαθάριση του Τ.Χ.Σ. με μετάταξη των τραπεζικών μετοχών στο Υπουργείο Οικονομικών  και  «άσκηση  δικαιώματος» συμμετοχής  του  δημοσίου  στη  διοίκηση  των τραπεζών. Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είχε και έχει περιορισμένη διάρκεια ζωής. Έπρεπε ήδη να είχε λήξει η λειτουργία του, που έχει ανανεωθεί πολλαπλώς. Με την λήξη και την εκκαθάρισή του, οι μετοχές των τραπεζών που είχαν στηριχθεί από αυτό, πρέπει να μεταταχθούν στο Υπουργείο Οικονομικών. Με τον τρόπο αυτό, το κράτος αποκτά μέρος των κεφαλαίων που διέθεσε για την διάσωσή τους, γίνεται μέτοχος και διεκδικεί τουλάχιστον σε  1  από  τις  4  συστημικές  τράπεζες  της  χώρας  δικαίωμα  συμμετοχής  στη  διοίκηση. Διευκρινίζουμε ότι δεν πρόκειται για κρατικοποίηση, απλά γίνεται «άσκηση δικαιώματος», σύμφωνα με τον κ.ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιριών (όπως τροποποιήθηκε και ισχύει).

2ον. Ίδρυση, συγκρότηση και λειτουργία στην Τράπεζα της Ελλάδος ενός «Ενιαίου Επόπτη», του τραπεζικού συστήματος, του ασφαλιστικού συστήματος και της κεφαλαιαγοράς, κατά τα πρότυπα άλλων κρατών μελών της Ε.Ε. Πρόκειται για μια θεμελιώδους σημασίας θεσμική αλλαγή στη δομή, στη σύνθεση και στη λειτουργία του εθνικού συστήματος εποπτείας. Η εποπτεία και η εξυγίανση των ελληνικών τραπεζών πρέπει να αποσυσχετισθεί από την γενική λειτουργία της Τ.τ.Ε. κατά τα πρότυπα άλλων κρατών μελών της Ε.Ε. Πρέπει να αποτελέσει διακριτή οντότητα απαλλαγμένη από τις «ενίοτε επιλογές πολιτικής» της εκάστοτε διοίκησης της ΤτΕ.

3ον. Αποτελεσματική Λειτουργία 2ου Πυλώνα της Προληπτικής Εποπτείας με πιο ενεργή παρέμβαση των υπεύθυνων Εποπτικών Αρχών. Επανεξετάζονται και επαναδιατυπώνονται από  την  νέα  «αρχή  εποπτείας  και  εξυγίανσης»,  δηλαδή  τον  «Ενιαίο  Επόπτη»,  οι προβληματικές διατάξεις του ελληνικού κανονιστικού πλαισίου (ΠΔΤΕ – Παραρτήματα αυτών – Πράξεις Εκτελεστικής Επιτροπής ΤτΕ – Εγκύκλιοι ΤτΕ) που αφορούν την άσκηση του εποπτικού ελέγχου των τραπεζών, σύμφωνα με το άρθρο 55Α του Καταστατικού της ΤτΕ.

4ον. Αλλαγή στην εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών. Χρήζει άμεσης και καθολικής αλλαγής ο νόμος που καθιέρωνε απαράδεκτους αποκλεισμούς Ελλήνων πολιτών στα Δ.Σ. των ελληνικών τραπεζών, υιοθετώντας κριτήρια που δεν ίσχυαν πουθενά στην Ε.Ε. Επανέρχονται, εξειδικεύονται και ενισχύονται νομοθετικά τα κριτήρια και οι διαδικασίες ελέγχου που αφορούν τη συνέργεια των στελεχών της ανώτερης και ανώτατης διοίκησης των τραπεζών στο αδίκημα της απιστίας. Τέλος, αναθεωρούνται και γίνονται πιο αποτελεσματικά τα Συστήματα Εσωτερικού Ελέγχου (Σ.Σ.Ε.) και οι Κανονισμοί Χορηγήσεων, Εμπλοκών & Καθυστερήσεων, καθώς και ο Κανονισμός Επενδυτικής Πολιτικής της κάθε τράπεζας.

5ον. Ανάγκη για ένα Νέο Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών. Η καταγραφείσα χαλαρότητα και ευχολογική διατύπωση του ελληνικού Κώδικα Δεοντολογίας είναι επιεικώς απαράδεκτη. Ο Κώδικας πρέπει να ξαναγραφεί, αίροντας τα «ήξεις – αφήξεις» και τις «συνειδητές ασάφειες» που διευκολύνουν υπέρμετρα τις διοικήσεις των τραπεζών και συνηγορούν στην εποπτική χαλαρότητα. Μια συγκριτική μελέτη ανάμεσα στον ελληνικό Κώδικα Δεοντολογίας και στους αντίστοιχους των άλλων κρατών – μελών της Ε.Ε. θα αναδείξει την τεράστια απόκλιση που υπάρχει.

6ον. Διαχωρισμός των Κερδοσκοπικών Δραστηριοτήτων των Τραπεζών από τις Διαμεσολαβητικές Δραστηριότητές τους που είναι χρήσιμες για την πραγματική οικονομία. Με σκοπό την διασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου, την προστασία των μετόχων, των επενδυτών και των καταθετών, επιβάλλεται απόλυτος διαχωρισμός των κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων και συναλλαγών που διενεργούνται για ίδιο λογαριασμό της τράπεζας ή του ομίλου, από εκείνες τις δραστηριότητες και συναλλαγές που είναι χρήσιμες για την πραγματική οικονομία ή που διενεργούνται κατ΄ εντολή των πελατών.

7ον. Ενίσχυση της Διαφάνειας του Τραπεζικού και εν γένει του Χρηματοοικονομικού Συστήματος της Ελλάδας. Σημαντικός αριθμός από τις προτεινόμενες διατάξεις, περί διαχωρισμού των δραστηριοτήτων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, λειτουργούν καθοριστικά και προς στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της διαφάνειας (transparency) του συστήματος της τραπεζικής διαμεσολάβησης. Με το προτεινόμενο σχέδιο θεσμοθετούνται και ρυθμίσεις που αφορούν τις Ασφαλιστικές Εταιρίες όπως η διαμόρφωση του Τιμολογίου των Ασφαλίστρων, η Διαχείριση των Αποθεματικών κ.ά.

8ον. Έλεγχος της Σκιώδους Τραπεζικής. Ο όρος «σκιώδης τραπεζική» (shadow banking) αναφέρεται σε ένα δίκτυο αποτελούμενο από μη τραπεζικούς χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές   (non-bank   financial   intermediaries).   Πρόκειται   για   θεσμούς   που συμπεριφέρονται σαν τράπεζες, αλλά με τέτοιον τρόπο ούτως ώστε να μην υπόκεινται σε εποπτεία όπως τα συνήθη τραπεζικά ιδρύματα. Επειδή, η «σκιώδης τραπεζική» δεν ελέγχεται από επόπτες, είναι δύσκολη η μέτρηση του μεγέθους της, για αυτό και ο όρος «σκιώδης». Κατά συνέπεια, ο έλεγχος της «σκιώδους τραπεζικής», σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, είναι υψηλής προτεραιότητας.

9ον. Διενέργεια αποτελεσματικών Ελέγχων στην Διαχείριση και Παροχέτευση της Ρευστότητας των τραπεζών προς όφελος της πραγματικής οικονομίας. Όχι μόνο έλεγχος της επάρκειας της Ρευστότητας, αλλά και της κατεύθυνσης – προορισμού των Χρηματοροών. Ποσοτικός και ποιοτικός έλεγχος των παροχετεύσεων ρευστότητας για δάνεια και πιστώσεις στους φορείς του ιδιωτικού τομέα. Υιοθέτηση πρόσθετων δεικτών παρακολούθησης ρευστότητας  (liquidity ratios) πλέον εκείνων Βασιλείας ΙΙΙ.

10ον. Ίδρυση, συγκρότηση και λειτουργία ενός «Ανωτάτου Συμβουλίου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας» κατά τα πρότυπα άλλων χωρών της Ε.Ε. Προτείνεται η κατάργηση το Συμβουλίου Συστημικής Ευστάθειας (Σ.Σ.Ε.) που συστήθηκε με τον Ν. 3867/2010, και η αντικατάστασή του από το «Ανώτατο Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας». Το «Ανώτατο   Συμβούλιο   Χρηματοοικονομικής   Σταθερότητας»   θα   είναι   η   ελληνική «μακροπροληπτική αρχή», επιφορτισμένη να επιβλέπει και να εποπτεύει πολιτικά το χρηματοοικονομικό σύστημα στο σύνολό του, αποτρέποντας την μετακύλησή του ξανά σε πρακτικές υψηλού κινδύνου, διασφαλίζοντας τη σταθερότητα και την ικανότητά του να συμβάλει αποτελεσματικά στη χρηματοδότηση και ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας. Το «Ανώτατο Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας» είναι επιφορτισμένο με την επίβλεψη των «συστημικών κινδύνων» (systemic risks) και με την επιτήρηση των συνθηκών δημιουργίας «χρηματοοικονομικών φουσκών» (financial bubbles). Επιβεβαιώνει τις προτεινόμενες από τον «Ενιαίο Επόπτη» απαιτήσεις σε συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση των κινδύνων και την άσκηση «αντικυκλικής πολιτικής».

11ον. Δημιουργία ενός νέου Προγράμματος «Ηρακλής ΙΙ» που θα απευθύνεται κυρίως στις ΜμΕ. Με δεδομένη την πανδημία Covid19 και τις συνέπειες αυτής στην οικονομική δραστηριότητα θεωρώ απαραίτητη τη διαμόρφωση ενός νέου εξειδικευμένου προγράμματος «Ηρακλής ΙΙ» που θα απευθύνεται κυρίως στις ΜμΕ που πλήττονται από την χρηματοοικονομική  καχεξία.  Εννοώ  την  κατάθεση  μιας  νομοθετικής  πρότασης  για  τον «Ηρακλή του μικρομεσαίου και του πένητα» για την αντιμετώπιση της εκρηκτικής αύξησης των νέων κόκκινων δανείων που αφορούν αυτά τα φυσικά και νομικά πρόσωπα.

12ον. Σύσταση Εθνικής Επιτροπής για την συγγραφή και διαρκή επικαιροποίηση ενός Κώδικα Νομισματικών και Χρηματοοικονομικών Διατάξεων. Προτείνω, με διάταξη νόμου να συσταθεί  Εθνική  Επιτροπή  για  την  συγγραφή  και  διαρκή  επικαιροποίηση  Κώδικα Νομισματικών και Χρηματοοικονομικών Διατάξεων, κατά το πρότυπο διεθνών καλών πρακτικών, όπως π.χ. ο Code Monétaire et Financier στη Γαλλία. Η διοικητική, επιστημονική και ερευνητική υποστήριξη, καθώς και η συνεχής παρακολούθηση της νομοθεσίας και των κανονιστικών διατάξεων για την διαρκή επικαιροποίηση του Κώδικα, ανατίθεται στη Διεύθυνση Κώδικα Νομισματικών και Χρηματοοικονομικών Θεμάτων που συστήνεται στο Υπουργείο Οικονομικών.