ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ: ΕΝΑΣ ΔΙΑΣΩΛΗΝΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ

Άρθρο του Γεράσιμου Γ. Σαπουντζόγλου

Καθηγητή Τραπεζικής Οικονομικής στο

Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

——-

Με το άρθρο αυτό, που γράφεται στα μέσα Νοεμβρίου 2020, θα σκιαγραφήσουμε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σήμερα, μέσα από τις δύο ενότητες που ακολουθούν:

Ι. Μια σύντομη επισκόπηση του συστήματος.

ΙΙ. Τις αναγκαίες παρεμβάσεις που, κατά τη γνώμη μας πρέπει να αναληφθούν.

Ι. Σύντομη Επισκόπηση του Ελληνικού Τραπεζικού Συστήματος:

Για να μιλήσουμε για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, θα πρέπει να κάνουμε συγκεκριμένες παραδοχές:

Η 1η Παραδοχή αφορά τα τρέχοντα χαρακτηριστικά του συστήματος:

Μετά από τις 3 διαδοχικές Ανακεφαλαιοποιήσεις (την περίοδο 2012-2015), οι ελληνικές τράπεζες χαρακτηρίζονται από:

  • Αναποτελεσματικότητα.
  • Έλλειψη Ευστάθειας και σοβαρές Ισολογιστικές Ανισορροπίες.
  • Επιδείνωση της Χρηματοοικονομικής Κατάστασής τους, λόγω της πανδημίας Covid-19, του lockdown, της ύφεσης και της νέας αύξησης του αποθέματος των κόκκινων δανείων – ανοιγμάτων (NPLs/NPEs).

 

Ειδικότερα:

Όσον αφορά την Αναποτελεσματικότητα, συνοπτικά παραθέτουμε: Τη Χρηματοδοτική Ασφυξία που επικρατεί στην αγορά. Την μη χρηματοδότηση των αναγκών της πραγματικής οικονομίας και κυρίως των ΜμΕ. Την απόρριψη των αιτημάτων για δάνεια & πιστώσεις. Την επιλεκτική ακύρωση του διαμεσολαβητικού τους ρόλου των ελληνικών τραπεζών.

Σύμφωνα με τα μηνιαία στοιχεία που ανακοινώνει η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την  περίοδο Ιουνίου 2019 – Αυγούστου 2020 οι  Χορηγήσεις Δανείων (υπόλοιπα) προς τον ιδιωτικό τομέα της ελληνικής οικονομίας (επιχειρήσεις & νοικοκυριά) μειώθηκαν κατά 13,2 δισεκ. ευρώ (ή Δ = -8,56%), ενώ αντίθετα οι Καταθέσεις αυξήθηκαν, την ίδια περίοδο, κατά  14,3 δισεκ. ευρώ (ή Δ = +10,7%), συνεχίζοντας την πορεία που είχε δρομολογηθεί κατά την μεταμνημονιακή περίοδο. Αυτή η πρόσκτηση ρευστότητας  των ελληνικών τραπεζών ενισχύθηκε παράλληλα με την απόληψη σημαντικών κεφαλαίων (πάνω  από 40 δισεκ. ευρώ) από την Ε.Κ.Τ. μέσω των εργαλείων άσκησης της τρέχουσας Μη συμβατικής Νομισματικής Πολιτικής (Unconventional Monetary Policy), όπως τα LTROs (Long-Term Refinancing Operations – LTROs) που είναι τα Ειδικά Μέτρα Πράξεων πιο Μακροπρόθεσμης Αναχρηματοδότησης.

Όσον αφορά την Έλλειψη Ευστάθειας και τις σοβαρές Ισολογιστικές Ανισορροπίες, συνοπτικά παραθέτουμε ότι:

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χαρακτηρίζεται από τις διαχρονικά χαμηλές Αποδόσεις των Ιδίων Κεφαλαίων τους [βλ. δείκτης Return on Equity –  R.O.E.: 0,7% (το 2019)] και τις σχεδόν μηδενικές Αποδόσεις των στοιχείων του Ενεργητικού τους  [βλ. δείκτης Return on Assets – R.O.A.: 0,08% (το 2019), που είναι  και ο δείκτης της διοικητικής αποτελεσματικότητας (managerial efficiency) των διοικήσεων των τραπεζών].

Επίσης, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα υποφέρει και από τις επιδράσεις που ασκούν σε αυτό το Απόθεμα των «Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων & Ανοιγμάτων του Ενεργητικού τους» (NPLs/NPEs) και η ανάγκη λήψης «Προβλέψεων για τις Επισφαλείς Απαιτήσεις» τους πάνω στα «Ίδια Κεφάλαιά» τους και κυρίως στα «Εποπτικά Ίδια Κεφάλαια» (Common Equity Tier 1 – CET1: περίπου 13,32% / average (4+1) / 30.6.2020)].

Η κατάσταση αυτή οδηγεί αναπόφευκτα  στην ανάγκη μιας ακόμα Κεφαλαιακής Στήριξης, περίπου 12 δισεκ. ευρώ.

Τέλος, όσον αφορά την περαιτέρω Επιδείνωση της Χρηματοοικονομικής Κατάστασης τους λόγω της πανδημίας Covid-19, του lockdown,  της ύφεσης και της νέας αύξησης του αποθέματος των κόκκινων δανείων & ανοιγμάτων συνοπτικά παραθέτουμε:

Οι αρχικές κυβερνητικές προβλέψεις για ύφεση μόνο 4,5% το 2020 αποδείχθηκαν έωλες και εξωπραγματικές. Το ίδιο ισχύει και για τις αναθεωρημένες κυβερνητικές προβλέψεις που προβλέπουν ύφεση 8,2%. Η φθινοπωρινές εκτιμήσεις της Commission για την Ελλάδα προβλέπουν για το 2020 ύφεση 9%. Σύμφωνα με τρέχουσες  σήμερα εκτιμήσεις η ύφεση για το 2020 θα κινηθεί στο 12%.

H προσδοκώμενη και πολυδιαφημισμένη ανάκαμψη (+7,5%) για το 2021 αποδεικνύεται, μέρα με την ημέρα, ανέφικτη. Η ύφεση θα συνεχιστεί και για τουλάχιστον το α΄ 3μηνο του 2021. Ήδη, πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ αναφέρει σενάριο για περαιτέρω ύφεση της τάξης του 2,5% έως 4,0% για το 2021.

Αναμένεται σημαντική αύξηση του αποθέματος των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (NPEs) των τραπεζικών χαρτοφυλακίων (banking books), λόγω του lockdown της πανδημίας, που εκτιμάται ότι θα ανέλθει  σε επιπλέον 11 – 13 δισεκ. , γεγονός που θα πλήξει περαιτέρω τη χρηματοοικονομική ισορροπία των εγχώριων τραπεζών.

Μετά το πρόγραμμα του Ηρακλή Ι, και τις σχετικές τιτλοποιήσεις των NPEs, το Stock των προβληματικών δανείων ανέρχεται στα 58,7 δισεκ. ευρώ (στοιχεία ΤτΕ / γ΄ τρίμηνο 2020).  Το απόθεμα αυτό αναμένεται στο τέλος του 2020, λόγω του lockdown, να ξεπεράσει τα 70 δισεκ. ευρώ.

 

Η 2η παραδοχή αφορά την αποτύπωση των σημαντικών ζητημάτων που αναφύονται από τη λειτουργία του όποιου τραπεζικού φορέα, τα οποία αφορούν τα ακόλουθα:

Το πρώτο ζήτημα επισήμανσης αφορά την Τραπεζική Διαμεσολάβηση ανάμεσα στις «Πηγές Κεφαλαίων» (δηλ. Καταθέσεις, Διατραπεζικός Δανεισμός, Έκδοση Τραπεζικών Ομόλογων, Ίδια Κεφάλαια) του Παθητικού και στις «Χρήσεις» αυτών στο Ενεργητικό (δηλ. Χορηγήσεις Δανείων και Πιστώσεων, Διαμόρφωση Επενδυτικού Χαρτοφυλακίου, Διαχείριση Διαθεσίμων):

Η Τραπεζική Διαμεσολάβηση είναι αδιαμφισβήτητα ένα Δημόσιο Αγαθό, και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται.

Τούτο, παρά την τάση που καταγράφεται πλέον, δηλαδή η τραπεζική χρηματοδότηση να υπερκεράζεται από τη λειτουργία των Funds, με ότι αυτό σημαίνει για την εκρηκτική αύξηση της «Σκιώδους Τραπεζικής» (Shadow Banking), την έλλειψη «Διαφάνειας» (Transparency), την καθιέρωση του καθεστώτος της «Αδιαφάνειας» (Opacity) και την αβελτηρία των Εποπτικών Αρχών.

Σημειώνεται επίσης ότι, τα «Καθαρά Λειτουργικά Έσοδα» των τραπεζών στηρίζονται πλέον στα «Καθαρά Έσοδα από Προμήθειες» παρά στα έσοδα της παραδοσιακής τραπεζικής διαμεσολάβησης, που είναι τα «Καθαρά Έσοδα από Τόκους».

 

Το δεύτερο ζήτημα επισήμανσης αφορά την Ασυμμετρία της Πληροφόρησης:

Όλοι είμαστε «ασύμμετρα πληροφορημένοι».

Οι καταθέτες και οι επενδυτές – αγοραστές των ομολόγων που εκδίδουν οι τράπεζες είναι «ασύμμετρα πληροφορημένοι» με το πώς θα διαχειριστούν τα κεφάλαιά τους οι τραπεζίτες.

Απ΄ την άλλη πλευρά, οι τραπεζίτες είναι «ασύμμετρα πληροφορημένοι» με το πώς θα διαχειριστούν τα κεφάλαια  της τράπεζας οι δανειολήπτες  και οι εκδότες αξιογράφων-χρεογράφων.

 

Το τρίτο ζήτημα επισήμανσης, που πηγάζει από την «Ασυμμετρία της Πληροφόρησης», είναι ο Ηθικός Κίνδυνος που χαρακτηρίζει τις επιχειρηματικές αποφάσεις των διοικήσεων των τραπεζών:

Πρόκειται για έναν καθιερωμένο στην επιστημονική βιβλιογραφία κίνδυνο που αφορά τη συμπεριφορά, το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα των διοικητικών – εκτελεστικών αποφάσεων των τραπεζικών διοικήσεων.

 

Το τέταρτο ζήτημα επισήμανσης αφορά το Καθεστώς των Κινδύνων (δηλαδή, το είδος – το μέγεθος – τη διαχείριση) που διατρέχουν τις Πράξεις του Ενεργητικού και Παθητικού των τραπεζών.

Κάθε κίνδυνος πρέπει να ανιχνεύεται, να ταυτοποιείται, να μετράται, και να  γίνεται αντικείμενο διαχείρισης και ανοσοποίησης.

 

Το πέμπτο ζήτημα επισήμανσης αφορά τη Δομή της Αγοράς του τραπεζικού συστήματος:

Οι τράπεζες σήμερα λειτουργούν σε συνθήκες είτε Μονοπωλιακού  Ανταγωνισμού  είτε Ολιγοπωλίου / Καρτέλ, όπου στη δεύτερη περίπτωση καταγράφονται και τα υφιστάμενα «εμπόδια εισόδου» στην αγορά, καθώς και μια σειρά  «προβλημάτων ανταγωνισμού» και άσκησης «τιμολογιακής πολιτικής».

 

Τέλος, το έκτο  ζήτημα επισήμανσης αφορά ο Νομοθετικό και Κανονιστικό Πλαίσιο που ρυθμίζει τη λειτουργία των τραπεζών, σε συνδυασμό με τον τρόπο εφαρμογής των «Εποπτικών Προτύπων της Βασιλείας ΙΙ & ΙΙΙ», και την μέχρι τώρα άσκηση μιας, κατά την άποψή μας, «ατελούς εποπτείας» από την ΤτΕ.

Επισημαίνουμε ότι:

Η λειτουργία των τραπεζών επιδρά απόλυτα στη διαμόρφωση των συνθηκών του «νομισματικού» και «χρηματοδοτικού ισοζυγίου» της οικονομίας, καθορίζει τις «μακροοικονομικές επιδόσεις», προσδιορίζει τις «μικροοικονομικές συμπεριφορές»,  και γι’ αυτό οφείλει να είναι «διαρκώς ελεγχόμενη» και «εποπτευόμενη» από τις οικονομικές, νομισματικές και εποπτικές αρχές.

 

Επί των ανωτέρω ζητημάτων που αναφέρθηκαν, πρέπει να τονιστούν τα ακόλουθα:

1ον/. Η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και η παροχή ρευστότητας στην οικονομική δραστηριότητα προϋποθέτουν την απρόσκοπτη λειτουργία της «τραπεζικής διαμεσολάβησης».

2ον/. Με τον όρο «τραπεζική διαμεσολάβηση», εννοούμε ότι οι τράπεζες δεν χορηγούν τα ίδια κεφάλαιά τους. Απλά, δανείζονται για να δανείσουν.

Κατά συνέπεια, τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να απολαμβάνουν της «εμπιστοσύνης του κοινού» ως προς τη διαχείριση και τη χρήση  των κεφαλαίων που συλλέγουν από τις διάφορες πηγές του Παθητικού τους (Καταθέσεις, Τραπεζικός Δανεισμός, Έκδοση Τραπεζικών Τίτλων).

3ον/. Οι Κίνδυνοι που διατρέχουν τις τράπεζες είναι πολλοί: (πιστωτικός, επιτοκιακός, συναλλαγματικός, ρευστότητας, αγοράς, λειτουργικός, αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης συναλλαγών, συστημικός, κ.ά.).

4ον/. Η Ρύθμιση και Εποπτεία (ιδιαίτερα η Προληπτική Εποπτεία) θα πρέπει να αποβλέπει σε ένα «άριστο μίγμα» ανταγωνιστικότητας και φερεγγυότητας του κάθε τραπεζικού συστήματος.

Άρα, η Ρύθμιση και ο Εποπτικός Έλεγχος είναι ένας σημαντικός παράγοντας για τη διασφάλιση της «εμπιστοσύνης» του κοινού και της «σταθερότητας» του τραπεζικού συστήματος.

Τούτο, δεδομένης της τάσης πολλών τραπεζών  να «αποφεύγουν» (arbitrage) την εφαρμογή των Εποπτικών Προτύπων της Βασιλείας ή και να «υπεκφεύγουν» απέναντι στην ρυθμιστική και εποπτική πρακτική, υποστηρίζοντας την λογική της «αυτορρύθμισης» (selfregulation).

5ον/. Οι αλλεπάλληλες χρηματοπιστωτικές κρίσεις (με τελευταία, εκείνη του 2008, τα «απόνερα» της οποίας συνεχίζονται ακόμα), ανέδειξαν μια σκληρή για την κοινωνία πραγματικότητα:

Σε συνθήκες  κρίσης την ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος μπορούν να εγγυηθούν, καταρχήν, μόνο οι οικονομικές αρχές (δηλαδή, η Κυβέρνηση ή η Κεντρική Τράπεζα). Ενώ, το κόστος της διάσωσης των τραπεζών μετακυλύεται (εκτός από τους μετόχους) στους επενδυτές – αγοραστές τραπεζικών ομολόγων (μειωμένης εξασφάλισης), στους φορολογούμενους πολίτες και στους αποταμιευτές – καταθετικούς πελάτες.

Με άλλα λόγια, το κόστος κακοδιοίκησης των τραπεζών, σε συνδυασμό με τις επιλογές πολλών κυβερνήσεων που επέτειναν, μέσω της λιτότητας, την υφεσιακή φάση των οικονομιών, οδήγησαν στην άμεση ή έμμεση μετακύλιση του κόστους σταθεροποίησης του τραπεζικού συστήματος στις πλάτες των φορολογουμένων (βλ. συνεχείς ανακεφαλαιοποιήσεις) ή των καταθετών (βλ. απειλή για Bail in).

6ον/. Όσον αφορά τη Δομή της Αγοράς πρέπει να αναφέρουμε ότι το κλείσιμο 15 τραπεζών την περίοδο 2012 – 2014 έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τη διαμόρφωση «νέων συνθηκών ανταγωνισμού» στην ελληνική τραπεζική αγορά και στην καθιέρωση μιας καθαρά «ολιγοπωλειακής συνθήκης», με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

7ον/. Με δεδομένη αυτή τη Δομή της Αγοράς είναι προφανής πλέον η ανάγκη μιας «δημόσιας παρουσίας» στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η οποία θα αποτρέψει τις υφιστάμενες «τιμολογιακές» και λοιπές «συντρέχουσες πρακτικές».

8ον/. Όσον αφορά την Ατελή Εποπτεία  οφείλουμε να τονίσουμε ότι ακόμα και υπό το πρίσμα της ΠΔΤΕ 2577/9.3.2006 (όπως τροποποιήθηκε και ισχύει), αναφορικά με τα Συστήματα Εσωτερικού Ελέγχου (ΣΕΕ) των τραπεζών και την υιοθέτηση ενός νέου πλαισίου «Εσωτερικής Διακυβέρνησής» τους, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η λογική ότι η «μετακύλιση της εποπτικής ευθύνης» του Πυλώνα 2 της Βασιλείας στις ίδιες τις τράπεζες, μέσω της «αυτορρύθμισης» αυτών, απαλλάσσει την Τράπεζα της Ελλάδος των καθηκόντων και υποχρεώσεων που απορρέουν από το Άρθρο 55Α του Καταστατικού της, για την εποπτεία των τραπεζών.

Η ανεξέλεγκτη πιστωτική επέκταση του παρελθόντος, η εκρηκτική αύξηση  των κόκκινων δανείων, η αδράνεια άμεσης αντιμετώπισής τους, η μη έγκαιρη λήψη προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις, η πρακτική των θαλασσοδανείων (ΜΜΕ & Δανεισμός Πολιτικών Κομμάτων), η επιλεκτική και διακριτική, εκτός κριτηρίων, χορηγητική πρακτική, και οι μη αποδεκτές πρόσφατες διαγραφές απαιτήσεων με τα επιλεκτικά κουρέματα των οφειλών,  δεν αφορούν μόνο τα αντισυμβαλλόμενα μέρη, αλλά έχει να κάνει και με το «χαλαρό» σύστημα εποπτείας των τραπεζών από την Τράπεζα της Ελλάδος και μέσω αυτής τον SSM.

 

ΙΙ. Αναγκαίες Παρεμβάσεις που, κατά τη γνώμη μας, πρέπει να γίνουν:

  1. Λήξη και εκκαθάριση του Τ.Χ.Σ. – Μετάταξη των τραπεζικών Μετοχών στο ΥΠΟΙΚ – Άσκηση Δικαιώματος Συμμετοχής του Δημοσίου στη Διοίκηση των τραπεζών:

Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Τ.Χ.Σ.) είχε και έχει περιορισμένη διάρκεια ζωής. Έπρεπε να είχε λήξει η λειτουργία του, που έχει ήδη ανανεωθεί 2 φορές. Με την λήξη και την εκκαθάρισή του, οι μετοχές των τραπεζών, που είχαν στηριχθεί από  αυτό, πρέπει να μεταταχθούν στο Υπουργείο Οικονομικών.

Με τον τρόπο αυτό, το κράτος αποκτά μέρος των κεφαλαίων που διέθεσε για την διάσωσή τους, γίνεται μέτοχος (40,3% στην ΕΤΕ – 61,3% στην Πειραιώς – 11,1% στην Alpha Bank – 1,34% στη Eurobank) και διεκδικεί, τουλάχιστον σε 2 από τις 4 συστημικές τράπεζες της χώρας  (ΕΤΕ & Πειραιώς), «δικαίωμα συμμετοχής στη διοίκηση».

Διευκρινίζουμε ότι «δεν πρόκειται για κρατικοποίηση», απλά γίνεται «άσκηση δικαιώματος» στη διοίκηση, σύμφωνα με τον κ.ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιριών (όπως τροποποιήθηκε και ισχύει).

Αναφερθήκαμε πριν ότι με δεδομένη τη Δομή της Αγοράς στον τραπεζικό κλάδο, είναι προφανής πλέον η ανάγκη μιας «δημόσιας παρουσίας» στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η οποία θα αποτρέψει τις υφιστάμενες τιμολογιακές και λοιπές συντρέχουσες πρακτικές.

Κατά συνέπεια, η απόκτηση του management της ΕΤΕ είναι πρωταρχικός στόχος, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να παρακολουθείται στενά η περίπτωση της Πειραιώς (θέμα Cocos).

  1. Αλλαγή στην Εταιρική Διακυβέρνηση των Τραπεζών στην Ελλάδα:

Χρήζει άμεσης αλλαγής ο νόμος που καθιέρωνε απαράδεκτους αποκλεισμούς Ελλήνων πολιτών στα Δ.Σ. των ελληνικών τραπεζών, υιοθετώντας κριτήρια που δεν ίσχυαν πουθενά στην Ε.Ε. Έτσι, δόθηκε το «πάτημα» και η «επιχειρηματολογία» για απομακρύνσεις μη αρεστών στελεχών από την ΤτΕ και στον διορισμό άσχετων και μη ενημερωμένων στελεχών για τα ελληνικά πράγματα.

Επίσης, πρέπει να επανέλθουν, να εξειδικευθούν και να ενισχυθούν  νομοθετικά τα κριτήρια και οι διαδικασίες ελέγχου που αφορούν τη συνέργεια των στελεχών της ανώτερης και ανώτατης διοίκησης των τραπεζών στο αδίκημα της απιστίας.

Τέλος, πρέπει να αναθεωρηθούν και γίνουν πιο αποτελεσματικά τα Συστήματα Εσωτερικού Ελέγχου (Σ.Σ.Ε.) και οι Κανονισμοί Χορηγήσεων (Συστήματα Πιστοδοτήσεων), Εμπλοκών & Καθυστερήσεων, καθώς και ο Κανονισμός Επενδυτικής Πολιτικής της κάθε τράπεζας.

  1. Ανάγκη για ένα Νέο Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών:

Η καταγραφείσα χαλαρότητα και ευχολογική διατύπωση του ελληνικού Κώδικα Δεοντολογίας είναι επιεικώς απαράδεκτη. Ο Κώδικας πρέπει να ξαναγραφεί αίροντας τα «ήξεις – αφήξεις» και τις «συνειδητές ασάφειες» που «διευκολύνουν υπέρμετρα» τις διοικήσεις των τραπεζών και  συνηγορούν στην εποπτική χαλαρότητα. Μια συγκριτική μελέτη ανάμεσα στον ελληνικό Κώδικα Δεοντολογίας και στους αντίστοιχους των άλλων κρατών μελών της Ε.Ε. θα αναδείξει την τεράστια απόκλιση του υπάρχει.

  1. Ίδρυση, συγκρότηση και λειτουργία στην Τράπεζα της Ελλάδος μιας «Αρχής Εποπτείας και Εξυγίανσης», κατά τα πρότυπα άλλων κρατών μελών της Ε.Ε.:

Πρόκειται για μια θεμελιώδους σημασίας νομοθετική αλλαγή στη δομή, στη σύνθεση και στη λειτουργία του εθνικού συστήματος εποπτείας, αντίστοιχη με αυτή που έγινε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες πριν λίγα χρόνια και κυρίως στη Γαλλία.

Η εποπτεία και η εξυγίανση των ελληνικών τραπεζών πρέπει να αποσυσχετισθεί  από τη λειτουργία της Νομισματικής Αρχής (ΤτΕ), κατά τα πρότυπα άλλων κρατών μελών της Ε.Ε. Πρέπει να αποτελέσει διακριτή οντότητα απαλλαγμένη από τις «ενίοτε επιλογές πολιτικής» της εκάστοτε διοίκησης της Νομισματικής Αρχής (ΤτΕ).

Με κατάλληλη τροποποίηση του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος (κυρίως Άρθρο 55Α), ύστερα από σχετική Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων που κυρώνεται με νόμο, και με σκοπό την δημιουργία διακεκριμένης και αυτοτελούς, κατά το πρότυπο άλλων χωρών της ευρωζώνης,   εποπτικής δομής του τραπεζικού και ασφαλιστικού συστήματος της χώρας, ιδρύεται στην Τράπεζα της Ελλάδος η «Αρχή Εποπτείας  και Εξυγίανσης».

Η  «Αρχή Εποπτείας και Εξυγίανσης» είναι το όργανο άσκησης εποπτείας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, και συνιστά μια ανεξάρτητη διοικητική δομή που αποσκοπεί στην διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού και ιδιωτικού ασφαλιστικού  συστήματος της χώρας,  και κυρίως στην προστασία των πελατών των τραπεζών και των πελατών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των μετόχων και δανειστών αυτών καθώς και των φορέων, δημόσιων ή ιδιωτικών, που επενδύουν στους υποκείμενους ελέγχου φορείς.

  1. Αποτελεσματική Λειτουργία 2ου Πυλώνα της Προληπτικής Εποπτείας με πιο ενεργή παρέμβαση των υπεύθυνων Εποπτικών Αρχών:

Επανεξετάζονται και επαναδιατυπώνονται από την «Αρχή Εποπτείας και Εξυγίανσης» οι προβληματικές διατάξεις του ελληνικού κανονιστικού πλαισίου (ΠΔΤΕ – Παραρτήματα αυτών – Πράξεις Εκτελεστικής Επιτροπής ΤτΕ – Εγκύκλιοι ΤτΕ) που αφορούν την άσκηση του εποπτικού ελέγχου των τραπεζών, σύμφωνα με το άρθρο 55Α του Καταστατικού της ΤτΕ.

  1. Διαχωρισμός των Κερδοσκοπικών Δραστηριοτήτων των Τραπεζών από τις Διαμεσολαβητικές Δραστηριότητες τους που είναι χρήσιμες για την πραγματική οικονομία:

Τούτο, κατά τα πρότυπα του Νόμου Glass – Steagall των ΗΠΑ, το 1933, σε συνδυασμό με ορισμένες διατάξεις της Gramm – Leach – Bliley Act, του 1999.

Με σκοπό την διασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου, την προστασία των μετόχων, των επενδυτών και των καταθετών, σε κάθε τράπεζα ή τραπεζικό όμιλο επιβάλλεται απόλυτος διαχωρισμός των κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων και συναλλαγών που διενεργούνται για ίδιο λογαριασμό της τράπεζας ή του ομίλου, από εκείνες τις κερδοσκοπικές δραστηριότητες και συναλλαγές που διενεργούνται κατ΄ εντολή των πελατών. Ομοίως, με σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου, την προστασία των μετόχων, των επενδυτών και των καταθετών, σε κάθε τράπεζα ή τραπεζικό όμιλο  πρέπει να γίνει αναγκαστικός, απόλυτος διαχωρισμός των κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων και συναλλαγών που διενεργούνται για ίδιο λογαριασμό της τράπεζας ή του ομίλου, από εκείνες τις διαμεσολαβητικές δραστηριότητες που είναι χρήσιμες για την πραγματική οικονομία και που διενεργούνται κατ΄ εντολή των πελατών.  Αποκαλυπτική είναι η δήλωση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Herman Van Rompuy ότι: «Η συστημική κρίση χρειάζεται και συστημική αντίδραση».

  1. Ενίσχυση της Διαφάνειας του Τραπεζικού και εν γένει του Χρηματοοικονομικού Συστήματος της Ελλάδας:

Σημαντικός αριθμός από τις διατάξεις, περί διαχωρισμού των δραστηριοτήτων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, λειτουργούν καθοριστικά και προς στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της διαφάνειας (transparency) του συστήματος της τραπεζικής διαμεσολάβησης. Πλέον όμως αυτών των διατάξεων, πρέπει νομοθετηθούν  και ειδικές ρυθμίσεις που αφορούν τη διαφάνεια στις  Ασφαλιστικές Εταιρίες, όπως η διαμόρφωση του Τιμολογίου των Ασφαλίστρων, η Διαχείριση των Αποθεματικών τους κ.ά. Όλα τα ανωτέρω, με σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου, την προστασία των μετόχων, και την προστασία των καταναλωτών.

  1. Έλεγχος της Σκιώδους Τραπεζικής:

Ο όρος «σκιώδης τραπεζική» (shadow banking) αναφέρεται σε ένα δίκτυο αποτελούμενο από «μη τραπεζικούς χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές» (non-bank financial intermediaries) ή εναλλακτικά, από το σύνολο των «χρηματοοικονομικών διαμεσολαβητών εκτός των τραπεζών» (other financial intermediaries – OFIs), όπως τα αντισταθμιστικά και αμοιβαία κεφάλαια (hedge and mutual funds), οι φορείς ειδικού σκοπού (special purpose entities – SPEs), τα δομημένα επενδυτικά οχήματα (structured investment vehicles) και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Δηλαδή, πρόκειται για θεσμούς που «συμπεριφέρονται σαν τράπεζες», αλλά με τέτοιον τρόπο ούτως ώστε «να μην υπόκεινται σε εποπτεία» όπως τα συνήθη τραπεζικά ιδρύματα. Οι επενδύσεις της «σκιώδους τραπεζικής» έχουν να κάνουν κυρίως με: παράγωγα (derivatives), ενυπόθηκους τίτλους (asset-backed securities), συμφωνίες επαναγοράς (repurchase agreements), συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (credit-default swaps – CDS) και δομημένα επενδυτικά προϊόντα (structured securities). Κατά συνέπεια, ο έλεγχος της «σκιώδους τραπεζικής», σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, πρέπει να είναι υψηλής προτεραιότητας.

  1. Διενέργεια αποτελεσματικών Ελέγχων στην Διαχείριση και Παροχέτευση της Ρευστότητας των τραπεζών προς όφελος της πραγματικής οικονομίας:

Με την πρόταση αυτή εννοούμε όχι μόνο έλεγχο της επάρκειας της Ρευστότητας, αλλά και της κατεύθυνσης των Χρηματοροών. Δηλαδή, ποσοτικό και ποιοτικό έλεγχο των παροχετεύσεων ρευστότητας για δάνεια και πιστώσεις στους φορείς του ιδιωτικού τομέα. Προτείνουμε την υιοθέτηση πρόσθετων δεικτών παρακολούθησης ρευστότητας  (liquidity ratios) πλέον εκείνων Βασιλείας ΙΙΙ.

  1. Ίδρυση, συγκρότηση και λειτουργία ενός «Ανωτάτου Συμβουλίου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας» κατά τα πρότυπα της Γαλλίας:

Προτείνουμε την κατάργηση το Συμβουλίου Συστημικής Ευστάθειας (Σ.Σ.Ε.) που συστήθηκε με τον Ν. 3867/2010, και την αντικατάστασή του από ένα «Ανώτατο Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας». Το «Ανώτατο Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας» είναι η ελληνική μακροπροληπτική αρχή, επιφορτισμένη να επιβλέπει και να εποπτεύει πολιτικά το χρηματοοικονομικό σύστημα στο σύνολό του, διασφαλίζοντας τη σταθερότητα και την αποτελεσματική συμβολή του στη χρηματοδότηση και ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας. Η συνολική θεώρηση του χρηματοοικονομικού συστήματος από το «Ανώτατο Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας» θα επιτρέψει τη διασφάλιση της συνεισφοράς του χρηματοοικονομικού συστήματος της χώρας στην οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη αυτής. Το «Ανώτατο Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας» μεριμνά ώστε ο έλεγχος και η μείωση των χρηματοοικονομικών κινδύνων να οδηγεί στην ενίσχυση της σταθερότητας του συστήματος, καθώς και στην αποτροπή της μετακύλησής του ξανά σε «πρακτικές υψηλού κινδύνου». Πρέπει να είναι επιφορτισμένο με την επίβλεψη των «συστημικών κινδύνων» (systemic risks) και με την επιτήρηση των συνθηκών δημιουργίας «χρηματοοικονομικών φουσκών» (financial bubbles). Είναι για το λόγο αυτό που εξετάζει τις ενδεχόμενες επιπτώσεις αυτών και επιβεβαιώνει τις προτεινόμενες από την «Αρχή Εποπτείας και Εξυγίανσης» απαιτήσεις σε «συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια» για αντιμετώπιση των κινδύνων και την άσκηση «αντικυκλικής πολιτικής». Με την απευθείας συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με τους αρμόδιους ευρωπαϊκούς θεσμούς αλλά και διεθνείς οργανισμούς, επιχειρεί να φωτίσει τα «τυφλά σημεία» της εποπτείας, και να αναδείξει τους «διασυνδεδεμένους κινδύνους» που αφορούν συγκεκριμένους φορείς και κλάδους της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας. Επίσης, ενημερώνεται και επιβλέπει τον βαθμό της συνεπούς ή μη τήρησης του «Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών».  Πλέον των ανωτέρω, παρακολουθεί και εξετάζει σε βάθος την μεταβολή της τιμολόγησης αλλά και των σχετικών αμοιβών των Συμβολαίων Ασφάλειας Ζωής και διατυπώνει συστάσεις, καθώς και τα μέτρα άμεσης δράσης για την προστασία των ασφαλιζομένων. Τέλος, παρακολουθεί και εξετάζει την εξέλιξη των τιμών και αξιών των ακινήτων και προβαίνει σε έκδοση συμπερασμάτων, αλλά και σε προτάσεις προσαρμογής των αξιών που προκύπτουν με διοικητική διαδικασία (βλ. αντικειμενικές αξίες, αξίες εμπραγμάτων εξασφαλίσεων, υπολογισμός πιστωτικών ανοιγμάτων κ. ά.).

  1. Δημιουργία ενός νέου Προγράμματος «Ηρακλής ΙΙ» που θα απευθύνεται κυρίως στις ΜμΕ:

Με δεδομένη την πανδημία Covid 19 και τις συνέπειες αυτής στην οικονομική δραστηριότητα θεωρούμε απαραίτητη τη διαμόρφωση ενός νέου Προγράμματος «Ηρακλής ΙΙ» που θα απευθύνεται κυρίως στις ΜμΕ που πλήττονται από την χρηματοοικονομική καχεξία. Εννοούμε την κατάθεση μιας νομοθετικής πρότασης για τον «Ηρακλή του μικρομεσαίου και του πένητα» για την αντιμετώπιση της εκρηκτικής  αύξησης των νέων κόκκινων δανείων που αφορούν αυτά τα φυσικά και νομικά πρόσωπα.

  1. Επικέντρωση και παρακολούθηση των σχεδιαζόμενων ρυθμίσεων της ΤτΕ για τη δημιουργία μιας εθνικής Bad Bank:

Η κατατεθείσα πρόταση της ΤτΕ είναι αόριστη και νεφελώδης. Υπάρχουν πολλές ασάφειες στο θέμα των διαδικασιών, στο θέμα των εγγυήσεων και στο seniority των τίτλων των χαρτοφυλακίων. Προτείνουμε την αποσυσχέτιση της δημιουργίας μιας εθνικής Bad Bank από τον απαράδεκτο μηχανισμό του «Αναβαλλόμενου Φόρου» (DTC) των τραπεζών. Πρόκειται για ένα κοινωνικά, δημοσιονομικά  και φορολογικά απαράδεκτο καθεστώς.  Σημειώνουμε ότι ο νέος Πρόεδρος του SSM (και πρώην της ΕΒΑ) εισηγείται την σύσταση μιας ευρωπαϊκής Bad Bank, επισημαίνοντας ότι η εκτίμηση των απαιτουμένων κεφαλαίων ξεπερνά τα 620 δισεκ. ευρώ (μέχρι τέλους του 2020) για την απορρόφηση των μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων των ευρωπαϊκών πιστωτικών ιδρυμάτων.

  1. Σύσταση Εθνικής Επιτροπής για την συγγραφή και διαρκή επικαιροποίηση ενός Κώδικα Νομισματικών και Χρηματοοικονομικών Διατάξεων:

Θεωρείται απαραίτητη η σύσταση μιας Εθνικής Επιτροπής για τη συγγραφή και διαρκή επικαιροποίηση ενός «Κώδικα Νομισματικών και Χρηματοοικονομικών Διατάξεων», κατά το πρότυπο διεθνών καλών πρακτικών (π.χ. Code Monétaire et Financier – Γαλλία, 2015). Η διοικητική, επιστημονική και ερευνητική υποστήριξη, καθώς και η συνεχής παρακολούθηση της νομοθεσίας και των κανονιστικών διατάξεων για την διαρκή επικαιροποίηση του «Κώδικα», ανατίθεται σε μια  Διεύθυνση Κώδικα Νομισματικών και Χρηματοοικονομικών Θεμάτων που πρέπει να συσταθεί στο Υπουργείο Οικονομικών.

Οι πιο πάνω προτάσεις, πιστεύουμε ότι συνιστούν μια θεμελιώδη δομική αλλαγή του χρηματοοικονομικού συστήματος της χώρας, που απαιτούν μια κοπιώδη σε βάθος επεξεργασία και κυρίως ισχυρή πολιτική βούληση.